Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

6. Η ένδοξη Ανάληψη του Κυρίου.

α. Το γεγονός της Αναλήψεως.
Η ένδοξη Ανάληψη του Κυρίου, ως έσχατος σταθμός του ενιαίου απολυτρωτικού Του έργου, είναι το αποκορύφωμα και η σφραγίδα, αλλά και ο μεγαλειώδης θρίαμβος του βασιλικού Του αξιώματος. Ωστόσο, ως η τελευταία επί της γης σκηνή της παρουσίας του Θεανθρώπου, η Ανάληψη είναι σκηνή μεγαλειώδης και λαμπρότατη, αλλά ταυτόχρονα και γαληνότατη και γλυκύτατη!

Όπως περιγράφει το γεγονός ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Αναστάς οδήγησε τους αγαπημένους Του στη Βηθανία, στις ανατολικές υπώρειες του Όρους των Ελαιών. Εδώ, αφού τους έδωσε τις τελευταίες Του υποθήκες, «επάρας τας χείρας Αυτού ευλόγησεν αυτούς. Και εν τω ευλογείν Αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν» (Λουκ. 24, 50-51). Καθώς δηλ. Τον έβλεπαν να τους ευλογεί, «επήρθη και νεφέλη φωτεινή υπέλαβεν Αυτόν από των οφθαλμών αυτών» (Πράξ. 1, 9).

Αλλ’ ενώ οι Μαθητές έκθαμβοι ατένιζαν την ήρεμη και γλυκύτατη ανύψωση του Κυρίου μέσα στη φωτεινή νεφέλη, παρουσιάσθηκαν ανάμεσά τους δυο λευκοντυμένοι Άγγελοι, οι οποίοι τους είπαν ότι κατά παρόμοιο τρόπο θα έλθει πάλι ο Θεάνθρωπος Ιησούς απ’ τον ουρανό στη γη κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του (Πράξ. 1, 10-11). «Και αυτοί (οι Μαθητές) προσκυνήσαντες Αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης» περιμένοντας την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, που θα γινόταν την Πεντηκοστή.

β. Το πολυσήμαντο νόημα της Αναλήψεως.
1. Η πρώτη έννοια της Αναλήψεως (απ’ το αναλαμβάνω = ανακτώ, ξαναπαίρνω) είναι η ανάκτηση απ’ τον Κύριο της δόξας που είχε ως Θεός ομοούσιος και σύνθρονος στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Τη δόξα και τη θέση αυτή κατείχε πάντοτε ο Κύριος και κατά την επίγεια παρουσία Του, αλλ’ ως «υιός ανθρώπου» έκρυβε τη Θεότητά Του και μόνο έμμεσα με τα θαύματά Του και περισσότερο με τη θεία Μεταμόρφωσή Του την εφανέρωσε.

2. Η δεύτερη έννοια της Αναλήψεως είναι η άνοδος-ανύψωση της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου και αντιπροσωπευτικά της καθολικής ανθρωπίνης φύσεως στο Θρόνο της Θεότητας. Αυτό είναι το καινό και παράδοξο θαύμα, η νέα δημιουργία και τάξη, που είχε ως αποτέλεσμα η υποστατική ένωση της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου. Αχώριστη αιώνια, αλλ’ ασύγχυτη θα παραμένει στο Θρόνο της Θεότητας μαζί με τη θεία και η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ως αντιπροσώπου και εγγυητή για τη βέβαια σωτηρία και κατά χάρη θέωσή μας. Η ανύψωση αυτή της ανθρωπίνης φύσεως, χάρη ακριβώς στο μυστήριο της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως και τη μετάδοση των ιδιωμάτων της θείας στην ανθρώπινη, είναι ασύγκριτα ανώτερη βαθμίδα και κατάσταση απ’ την προπτωτική. Επομένως η απώλεια των χαρισμάτων της «αρχεγόνου δικαιοσύνης» ανακτήθηκε και έφθασε σε βαθμό που ποτέ δεν θα έφθανε προπτωτικά. Ο Θεός χαρίζει πάντοτε «υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Εφεσ. 3, 20).

3. Ακριβώς αυτή η περίσσεια και η επαύξηση της δωρεάς του Θεού είναι ανύψωση της ανθρωπίνης φύσεως υπεράνω των Αγγέλων. Ενώ οι Άγγελοι περιβάλλουν με ιερό δέος το θρόνο της Θεότητας «καλύπτοντας» το νοερό πρόσωπό τους, οι άνθρωποι θ’ ατενίζουν αισθητά τη θεία δόξα, που θ’ ακτινοβολεί η σύνθρονη με τη Θεότητα ανθρώπινη φύση του Κυρίου.

4. Τέλος στην Ανάληψη του Κυρίου ως «Βασιλέως της δόξης και Κυρίου των Δυνάμεων», δηλαδή στο θρίαμβο του βασιλικού Του αξιώματος, συμμετέχει και η καθολική ανθρώπινη φύση. Οι λόγοι του Αναστάντος στους Μαθητές Του: «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. 28, 18) αντανακλούν και στην ανθρώπινη φύση γενικά, η οποία επλάσθηκε κυρίαρχος της υλικής κτίσεως, για να την ενώσει με τον πνευματικό κόσμο. Και ακριβώς, η σύναψη και ένωση ουρανίων και επιγείω έγινε με την Ανάληψη του Θεανθρώπου στον ουρανό και στη γη με την ίδρυση της Εκκλησίας Του, της οποίας θα παραμένει αιώνια η Κεφαλή Της, όπως υποσχέθηκε στους Μαθητές Του: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20).

γ. Η ορθόδοξη βίωση της πίστεως στον Αναστάντα και Αναληφθέντα Σωτήρα.
1. Η ανταπόκριση των Μαθητών στην παρουσία των Αναστάντος και Αναληφθέντος Κυρίου ήταν η βεβαιότητα της πίστεως στη Θεότητά Του, η λατρευτική προσκύνηση και τα συναισθήματα χαράς, ειρήνης, ευγνωμοσύνης και δοξολογίας για τη βεβαιότητα της σωτηρίας τους. Ακριβώς, η στάση και ανταπόκριση αυτή των Μαθητών με τα συνακόλουθα συναισθήματα είναι το μέτρο για την ορθόδοξη βίωση των μεγίστων σωστικών γεγονότων της θείας Αναστάσεως και Αναλήψεως του Θεανθρώπου και από όλους «τους μη ιδόντας και πιστεύοντας» Αυτόν.

2. Εξάλλου η αναγκαία συναναστροφή με συνανθρώπους που ζουν μακριά απ’ την αληθινή πίστη και λατρεία του Θεανθρώπου, είτε σε θρησκευτική αδιαφορία και απιστία είτε σε διάφορες πλάνες, αιρέσεις και ψευδοθρησκίες, πρέπει να δημιουργεί στον ορθόδοξο πιστό τα εξής διπλά και έντονα συναισθήματα: Αύξηση της βαθειάς ευγνωμοσύνης του στο Θεάνθρωπο, που τον αξίωσε να γνωρίζει την αληθινή Πίστη με τη γνησιότερη και υψηλότερη ανθρωπολογία. Αλλά και δημιουργία στην ψυχή του εντόνων συναισθημάτων πόνου, συμπαθείας και αγάπης για τους αδελφούς του. Τα συναισθήματα αυτά, εάν είναι γνήσια, θα ανάπτουν μέσα του και την αποστολική διάθεση και το ζήλο της μεταδόσεως σ’ αυτούς «του φωτός του Αληθινού». Είναι τα βιώματα αυτά η καλή πληροφορία της ορθής πίστεως και λατρείας του Θεανθρώπου, που έδωσε την Εντολή στους αγαπημένους του να κηρύξουν το Ευαγγέλιον «πάση τη κτίσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: