Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

4.ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



α. Απόλυτα και φυσικά ιδιώματα του Θεού
Τα απόλυτα και ακοινοποίητα ιδιώματα του Θεού είναι πολλά και εκφράζονται άλλοτε θετικά ή καταφατικά (τελειότητα, μακαριότητα) και άλλοτε αρνητικά ή αποφατικά (άπειρο, αναλλοίωτο). Συνήθως αναφέρονται τα εξής: τελειότητα, ενότητα, απλότητα, αναλλοίωτο, αιωνιότητα, άπειρο, αόρατο, ακατάληπτο, αυθυπαρξία, αυτάρκεια, αυτοζωή, πανταχού παρουσία, απόλυτη τάξη και αρμονία και μακαριότητα. Όπως όμως αναφέραμε, συνυπάρχουν όλα μαζί και καθένα προσδιορίζεται καλύτερα από τα άλλα. Για το λόγο μάλιστα αυτό δεν θα κάνουμε ιδιαίτερη ανάπτυξη όλων, αλλ’ αντιπροσωπευτικά της αιωνιότητας και της πανταχού παρουσίας.

1. Η αιωνιότητα του Θεού.
Ο Θεός ως αιώνιος (αιεί – αεί + ων) είναι αΐδιος, δηλ. άναρχος, αλλά και ατελεύτητος, χωρίς ποτέ τέλος. Είναι «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 4). Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες που σχετίζονται μόνο με τα κτίσματα, τα οποία ο Άκτιστος Θεός εδημιούργησε «εκ του μηδενός». Έτσι ο χρόνος και ο χώρος «αρχίζουν» με την εμφάνιση των κτισμάτων, των οποίων υπέρκειται ως Δημιουργός τους ο Θεός. Επομένως ο Θεός ως αιώνιος είναι άπειρος, απεριόριστος και αχώρητος. Η αιωνιότητα εξάλλου του Θεού είναι αλληλένδετη και με την αυθυπαρξία και το αναλλοίωτο του Θεού. Αυτός είναι το πλήρωμα του χρόνου και κάθε χρονικής στιγμής, χωρίς διαδοχή ή διαστημική διαφορά, χωρίς «παραλλαγήν ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. 1, 17). Ο Θεός είναι «ο Ων» ως διαρκώς παρών, το διαρκές παρόν και σήμερα, όπου οι έννοιες του πριν και του μετά, του παρελθόντος και του μέλλοντος καταργούνται. «Εγώ πρώτος, εγώ και μετά ταύτα, και εγώ ειμι εις τον αιώνα» (Ησ. 46, 4 και 48, 12). Ενώπιον του αιωνίου Θεού οι αιώνες είναι απλές στιγμές του χρόνου: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς Σου ως ημέρ η εχθές… και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλμ. 89, 4. Τα σχετικά χωρίς της Α.Γ. και της Ι.Π είναι πάρα πολλά και εκφραστικότατα. Βλ. Ιώβ 33, 12, και 36, 26. Ψαλμ. 101, 26-28 και Εβρ. 1, 10-13, κ.ά.).

2. Η πανταχού παρουσία του Θεού.
Ο Θεός ως αιώνιος, άπειρος, απεριόριστος και αχώρητος είναι κα «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ταυτόχρονα δηλ. και αχώριστα ο Θεός, ενώ είναι υπερκείμενος του χώρου, «ο αχώρητος παντί», είναι και «ο τα πάντα πληρών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Έτσι, η απόλυτα απλή (= ασύνθετη), αλλά άυλη και πνευματική ουσία του Θεού («Πνεύμα ο Θεός», Ιω. 4, 24), αμέριστη και ολόκληρη ευρίσκεται παντού, χωρίς να περικλείεται ή ν’ αποκλείεται από κανένα κτίσμα. «Τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ», αποκαλύπτει ο Ίδιος ο Θεός (Ιερ. 23, 24). Την αλήθεια αυτή, που επίσης «πληροί» όλη τη Α.Γ. ο ι. Χρυσόστομος διατυπώνει ωραιότατα ως εξής: «Πάντα πληροίς, πάσι πάρει, ου κατά μέρος, αλλ’ ομού πάσιν όλος» (Ερμ. στον Ψαλμ. 138, που είναι ένας εκφραστικότατος ύμνος της πανταχού παρουσίας του Θεού και συνήθως ψάλλεται: «Πού πορευθώ από του Πνεύματός Σου, και από του Προσώπου Σου πού φύγω;», στ. 7).

Επειδή όμως ο Θεός δεν είναι απλώς ουσιώδης ενέργεια, αλλά και προσωπική υπόσταση λογική και ελεύθερη, ενώ ευρίσκεται «ομού πάσιν όλος», ενεργεί στο καθένα ανάλογα με τη φύση του και τη δεκτικότητά του. Με άλλο τρόπο υπάρχει και ενεργεί στα υλικά και με άλλο στα πνευματικά, με άλλο τρόπο στους πιστούς και αγίους και με άλλο στους απίστους και αμαρτωλούς. Έτσι, ενώ ευρίσκεται στα πάντα, ούτε ταυτίζεται ούτε συγχέεται με τα κτίσματα (όπως διδάσκει ο Πανθεϊσμός και ο Βουδδισμός). Αλλ’ ούτε ως υπερκόσμιος είναι άσχετος με τον κόσμο (Θεϊσμός). Είναι ο Δημιουργός, αλλά και ο άμεσος Κυβερνήτης του κόσμου. Γι’ αυτό και ως πανταχού παρών, αλλά και ελεύθερος και παντοδύναμος μπορεί να παρέμβει στους φυσικούς νόμους, να τους αναστείλει ή να τους αλλάξει (θαύματα, αφθαρσία σωμάτων – ανάσταση).




β. Σχετικά ιδιώματα του Θεού.
Τα σχετικά με τον κόσμο, και μάλιστα με τον άνθρωπο, ιδιώματα του Θεού είναι πολλά, άγνωστα επίσης σε αριθμό. Συνήθως όμως αναφέρονται τα σχετικά με τον άνθρωπο ως πρόσωπο, όσα δηλ. εκφράζουν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού ως απολύτου Προσώπου, δηλ. ως πανσόφου Νου (γνωστικά ή λογικά ιδιώματα), αλλά και ως ελεύθερης και παντοδύναμης Βουλήσεως ή Θελήσεως (ηθικά ιδιώματα). Και πάλι όμως πρέπει να τονισθεί ότι όχι μόνο η διάκριση των επί μέρους σχετικών ιδιωμάτων, αλλά και η διάκριση νοήσεως και βουλήσεως στο Θεό, οφείλεται στην ανθρώπινη αδυναμία, που δεν μπορεί «δια μιας» να συλλάβει τον άπειρο ωκεανό της θείας απλότητας. Στην απλή και αμέριστη θεία ουσία «πάσα διαφορά βουλευμάτων χώραν ουκ έχει, ουδέ εκ μεταβολής τι γίνεται» (Αγ. Γρηγ. Νύσ. PG 45, 808).

1. Γνωστικά ή λογικά ιδιώματα του Θεού: παγγνωσία, πρόγνωση, πανσοφία.
Ότι ο Δημιουργός Θεός κατέχει απόλυτη γνωστική δύναμη, με την οποία γνωρίζει επίσης απόλυτα τα δημιουργήματά Του, είναι αυτονόητη αλήθεια. Γι’ αυτό και φυσικότατα ο Ψαλμωδός ερωτά: «Ο φυτεύσας το ους ουχί ακούει; ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί… ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων…» (Ψαλμ. 93, 9-11). Πράγματι, η φυσική και υπερφυσική Αποκάλυψη του Θεού προϋποθέτουν και μαρτυρούν την παγγνωσία και πανσοφία του Θεού, που ουσιαστικά συμπίπτουν. Έτσι, ως απόλυτο και λογικό Πνεύμα ο Θεός έχει πρώτα αΐδια και απόλυτη αυτογνωσία, ως άμεση και τελεία ενόραση. Έπειτα ο Θεός, ως Δημιουργός του κόσμου «εκ του μηδενός», γνωρίζει με άμεση και βαθύτατη ενόραση και εποπτεία πάντα τα ορατά και τα αόρατα, τα παρόντα, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα, τα πάντα ως ένα αιώνιο και διαρκές παρόν. Το παντοπτικό όμμα του πανταχού παρόντος Θεού γνωρίζει και τα μυστικά βάθη των καρδιών των ανθρώπων καλύτερα απ’ τους ιδίους. «Μείζων ο Θεός της καρδίας και γινώσκει πάντα» (Α΄ Ιω. 3, 20).

Αλλ’ ενώ η παγγνωσία και η πανσοφία του Θεού είναι αχώριστα ιδιώματα, όπως και τα λοιπά, η πανσοφία ορίζεται κυρίως ως γνώση-πρόγνωση των αρίστων μέσων για τους αρίστους σκοπούς. Έτσι, τόσο η δημιουργία του κόσμου, όσο και κυρίως η αναδημιουργία και σωτηρία του είναι εκδηλώσεις της «πολυποικίλου σοφίας του Θεού» (Εφεσ. 3, 10), με την οποία συμπράττει και η παντοδυναμία Του. Ο Θεός «πάντα εν σοφία εποίησε» (Ψαλμ. 103, 24. Γι’ αυτό και όσο περισσότερο ο γνωστικός άνθρωπος μελετά τα έργα της δημιουργίας και αναδημιουργίας του κόσμου, τόσο και αναγνωρίζει και μεγαλύνει τη σοφία του Θεού: «ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!...» (Ρωμ. 11, 33).

2. Ηθικά ιδιώματα του Θεού.
Τα ηθικά ιδιώματα του Θεού ως άκτιστες ενέργειες της θείας Θελήσεως είναι πολλά και έχουν ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για τον άνθρωπο. Συνήθως αναφέρονται τα εξής: αυτεξουσιότητα και ελευθερία, παντοδυναμία, αγιότητα, δικαιοσύνη, αγάπη, αγαθότητα, ευσπλαγχνία και ελεημοσύνη, αλήθεια και πιστότητα. Απ’ αυτά θ’ αναπτύξουμε αντιπροσωπευικά τα επόμενα τέσσερα.

α. Η παντοδυναμία του Θεού.
Το εκδηλότερο προς τον κόσμο ιδίωμα της θείας Θελήσεως είναι η παντοδυναμία. Μαζί με τη σοφία είναι, κατά τον υμνογράφο, «η δημιουργική και συνεκτική των απάντων» δύναμη του Θεού. Η θ. Αποκάλυψη εξαίρει ιδιαίτερα το ιδίωμα τούτο του Θεού, διότι δια της πίστεως ο άνθρωπος μετέχει άμεσα στην άκτιστη ενέργεια της δυνάμεως του Θεού. Έτσι ο πιστός, με εκπρόσωπο την Υπεραγία Θεοτόκο, αναγνωρίζει και ομολογεί «ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. 1, 37). Αλλά για ν’ ακούσει απ’ το Θεάνθρωπο και ν’ αποκτήσει προσωπική εμπειρία ότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. 9, 23).

Ωστόσο η παντοδυναμία του Θεού δεν είναι μία δύναμη «τυφλή». Όπως και η Θέληση του Θεού είναι πάντοτε αγαθή, έτσι και η έκφρασή της είναι αγαθή ενέργεια. Ο Θεός «πάντα μεν όσα θέλει δύναται, ουχ όσα δε δύναται θέλει. Δύναται γαρ απολέσαι τον κόσμον, ου θέλει δε» (Άγ. Ιω. Δαμασκηνός, ΕΟΠ 1, 14). Δύναται να περιορίσει τα ελεύθερα όντα που κάνουν κακή χρήση του δώρου της ελευθερίας, αλλ’ όμως ούτε το θέλει ούτε το κάνει ως μακρόθυμος. «Συ δε δεσπόζων ισχύος εν επιεικεία κρίνεις, και μετά πολλής φειδούς διοικείς ημάς· πάρεστι γαρ Σοι, όταν θέλης, το δύνασθαι» (Σ. Σολ. 12, 18).

β. Η αγιότητα του Θεού.
Η αγιότητα του Θεού είναι η ταύτιση της θείας Θελήσεως με το αγαθό και τέλειο. Γι’ αυτό και η ενέργεια της αγιότητας του Θεού στον άνθρωπο είναι ακριβώς η κλήση προς αγιασμό της θελήσεώς του και της συνειδήσεώς του: «΄Εσεσθε άγιοι, ότι Άγιός ειμι εγώ Κύριος» (Λευιτ. 11, 45. Πρβλ. Ματθ. 5, 48 και Α΄ Πέτρ. 1, 15-16). Η ενέργεια της αγιότητας του Θεού στον άνθρωπο είναι ακριβώς η ηθική αναγέννηση ολόκληρης της υπάρξεως του ανθρώπου δια μέσου της πίστεως και των αγιαστικών μέσων της Εκκλησίας. Όπως «χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» (Εβρ. 11, 6), έτσι και «χωρίς αγιασμού ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12, 14), που είναι «ο Θεός ο Άγιος, ο εν Αγίοις αναπαυόμενος» (Ευχή Τρισαγίου Ύμνου). Ως μόνος Άγιος δεν έχει καμμιά σχέση με το αντίθετο της αγιότητας, την πολύμορφη και φθοροποιό κακία, η οποία έχει αρχή και υπόσταση την κατάχρηση της ελευθερίας από το Διάβολο και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και «μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεό πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα…» (Ιακ. 1, 13). Ούτε ο Νόμος του Θεού δημιουργεί συνείδηση της αμαρτίας και διλήμματα, όπως δικαιολογούνται μερικοί. Αντίθετα, είναι η φιλάνθρωπη οριοθέτηση ομαλής κινήσεως της ανθρωπίνης ελευθερίας, για να μην εκτροχιασθεί και αυτοκαταστραφεί πρβλ. Ρωμ. 7, 7-13).

γ. Η δικαιοσύνη του Θεού.
Η σχέση αγιότητας και δικαιοσύνης, όπως είδαμε, είναι άμεση. Ο Θεός ως μόνος Άγιος θέλει τον αγιασμό των τέκνων Του, ορίζει τον τρόπο και παρέχει τα αγιαστικά μέσα. Αλλά και ως Δίκαιος δεν αδιαφορεί για την ελεύθερη ανταπόκρισή τους. Έτσι, δεν είναι μόνο ο αγαθός Νομοθέτης, αλλά και ο άγρυπνος φρουρός της ηθικής τάξεως, την οποία συγκρατεί με την αμοιβή του αγαθού και την τιμωρία του κακού. Η πρώτη ενέργεια της δικαιοσύνης του Θεού ως αμοιβής ή τιμωρίας είναι έμμεση, με τη «φυσική» συσχέτιση απ’ το Θεό αγαθότητας και μακαριότητας, κακίας και δυστυχίας (πρβλ. Ρωμ. 2, 9-12). Ωστόσο, ενεργεί και άμεσα η δικαιοσύνη του Θεού στον άνθρωπο, κυρίως ως θετική αμοιβή του αγαθού και ως αρνητική τιμωρία του κακού (παραχώρηση, μερική εγκατάλειψη). Και τούτο χάρη στην άπειρη ευσπλαγχνία και μακροθυμία του Θεού προς τους αμαρτωλούς.

Η τέλεια δικαιοσύνη του Θεού, και μάλιστα ως απροσωποληψία, διδάσκεται ιδιαίτερα τόσο στην Π., όσο και στην Κ.Δ. «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον Αυτού» (Ψαλμ. 10, 7). Την πλήρη όμως απόδοση της δικαιοσύνης και το θρίαμβό της ο Θεός επιφυλάσσει για τον άνθρωπο μετά θάνατον και στην τελική δικαιοκρισία της Δευτέρας Παρουσίας του Θεανθρώπου. Για την παρούσα ζωή ο Ίδιος είπε ότι «ουκ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ Αυτού». Η παρούσα μορφή κρίσεως, που θα είναι και το κύριο κριτήριο μαζί με την αγάπη, είναι η πίστη ή η απιστία στο Θεάνθρωπο (Ιω. 3, 17-21).

δ. Η αγάπη του Θεού.
Η καθαυτό ελεύθερη ενέργεια και το κίνητρο του Ακτίστου Θεού να δώσει την ύπαρξη σε κτιστά όντα, και μάλιστα προσωπικά, και να μεταδώσει σ’ αυτά από την άπειρη αγαθότητα, τελειότητα και μακαριότητά Του, αυτή είναι η θεία αγάπη ως ιδίωμα υποστατικό και προσωπικό του Θεού. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού είναι πρώτα αυτοαγάπη, ως ομοούσια «κοινωνία»και ασύγχυτη ένωση των Τριών Προσώπων του Ενός Τρισυποστάτου Θεού. Αλλ’ έπειτα είναι και ακτινοβολία αγάπης σ’ όλα τα κτίσματα.

Ως προς τον κόσμο όμως «η υπερβάλλουσα της γνώσεως αγάπη» του Θεού (Εφεσ. 3, 19) κορυφώθηκε με τη φανέρωσή της ως Ενσαρκωμένης και Εσταυρωμένης Αγάπης. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3, 16)΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια: