Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

2.H θεία ενανθρώπηση

2. Η θεία Ενανθρώπηση
«Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»

(Μ. Αθανάσιος).

α. «Υιός Θεού».
Απ’ την κατάσταση αυτή της δουλείας και αιχμαλωσίας στο Διάβολο και τον ίδιο του τον εαυτό κανείς ανεξαίρετα άνθρωπος ούτε ήταν ούτε είναι ποτέ δυνατό να ελευθερωθεί, να λυτρωθεί. Το βάρος, το φορτίο και η ενοχή της αμαρτίας ήσαν και είναι ασήκωτα για τα δημιουργήματα. Έτσι ούτε και κανείς άνθρωπος, μολυσμένος ο ίδιος με το προπατορικό αμάρτημα, όση καλή θέληση και διάθεση και ενάρετη ζωή και αν είχε, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να λυτρώσει άλλον αμαρτωλό, έστω και από μία μόνη αμαρτία. Αφού το κακό έχει πηγή προσωπική ύπαρξη ανώτερη απ’ τον άνθρωπο, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υπερνικηθεί και να καταργηθεί από άνθρωπο. «Αδελφός ου λυτρούται· λυτρώσεται άνθρωπος;» (Ψαλμ. 48, 8). Ο άνθρωπος, όπως λέγει ο ι. Αυγουστίνος, μπόρεσε να πωλήσει τον εαυτό του δούλο, αλλά δεν μπορεί και να τον ελευθερώσει ο ίδιος. Αλλ’ ούτε επίσης και Άγγελος ή Αρχάγγελος, αφού είναι «πεπερασμένες» υπάρξεις και η αγιότητά τους και η δύναμή τους δεν εξαρτώνται μόνο απ’ τη θέλησή τους, αλλά πρώτα απ’ τη Χάρη του Θεού.

Μόνο λοιπόν ο Ίδιος ο Θεός είναι δυνατό να λυτρώσει το πλάσμα Του, γιατί μόνος ο Θεός είναι αναμάρτητος και παντοδύναμος.

Και αυτό έγινε απ’ τον Τριαδικό Θεό στο δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, με απόλυτη συμφωνία και συνεργασία και των Τριών θείων Προσώπων στο έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου πλέον. Ο Τριαδικός Θεός θέλησε, όπως «πάντα δι’ Αυτού (του Λόγου) εγένετο» (Ιω. 1, 3), έτσι και πάλι να επανέλθουν μετά την πτώση τους τα πάντα στην αρχική μορφή και φύση τους «δι’ Αυτού» και «εν Αγίω Πνεύματι». Η θεία θέληση για τη σωτηρία του ανθρώπου στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Λυτρωτή είναι κοινή θέληση και των Τριών Προσώπων: η θέληση του Πατρός (πηγή θελήσεως), η θέληση του Υιού (υπακοή) και η θέληση του Αγίου Πνεύματος (εκπλήρωση).

β. Και «υιός ανθρώπου».
Το ότι ο Λυτρωτής έπρεπε να είναι αναμάρτητος και παντοδύναμος και άρα Θεός, είναι οπωσδήποτε λογικό και κατανοητό. Γιατί όμως «έπρεπε» να είναι και άνθρωπος;

Ασφαλώς, για τον απειροτέλειο και πανελεύθερο Θεό δεν υπάρχουν «πρέπει» ούτε τίποτε απ’ όσα αναφέρονται στις θείες ενέργειες γίνεται από οποιαδήποτε ανάγκη. Ο Θεός μπορούσε και μπορεί ως παντοδύναμος να σώσει τον άνθρωπο και μ’ ένα Του λόγο. Από την πλευρά λοιπόν του Θεού δεν ήταν αναγκαίο να γίνει άνθρωπος ο άπειρος Θεός, για να σώσει τον άνθρωπο. Ούτε πάλι ο άνθρωπος μπορεί να θέσει «όρους» στον τρόπο της λυτρώσεως και της σωτηρίας του, εκτός μόνο του να θελήσει και να ζητήσει τη λύτρωση και τη σωτηρία.

Το ότι λοιπόν θέλησε ελεύθερα ο Θεός να γίνει άνθρωπος, το έκαμε από άπειρη «συγκατάβαση» προς το πλάσμα Του. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορούσε στην κατάσταση που βρισκόταν να πλησιάσει το Θεό, ελεύθερα και από άπειρη αγάπη έγινε Αυτός «υιός ανθρώπου», για να κάμει τον άνθρωπο «υιό Θεού» κατά χάρη. Θέλησε ελεύθερα και χωρίς να συμβεί, όπως θα ιδούμε, καμμιά μεταβολή ή αλλοίωση στη θεία φύση, από άπειρη αγάπη «ομοίω το όμοιον αποκαθάραι» (= να καθαρίσει και να σώσει. Αγ. Γρηγ. Ναζ., PG 36, 325), «μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος…» (Φιλιπ. 2, 7).

Πώς όμως θα γινόταν αυτό, αφού όλοι οι άνθρωποι ήσαν μολυσμένοι από το προπατορικό αμάρτημα; Αλλά το ερώτημα τούτο δεν μπορεί να ισχύει για το Θεό, που είναι Παντοδύναμος. Δεν θα γινόταν λοιπόν η θεία Ενανθρώπηση με φυσικό, αλλά με υπερφυσικό τρόπο.

Εξάλλου όμως ο Θεός δεν θέλησε να «εμφανισθεί φαινομενικά» στους ανθρώπους, χωρίς όμως να έχει πραγματική ανθρώπινη σάρκα. Θέλησε να γίνει καθ’ όλα «όμοιος», πλην της αμαρτίας. Έτσι θα έπαιρνε ανθρώπινη σάρκα απόλυτα όμοια με την ανθρώπινη φύση, με αίμα και σάρκα και οστά, με ψυχή λογική και θέληση, απόλυτα δηλαδή τέλεια ανθρώπινη φύση, εκτός της φυσικής γεννήσεως και του προπατορικού αμαρτήματος. Η «σάρκωση» του ανθρωπίνου προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού θα γινόταν ακριβώς με θεία δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που με μυστηριώδη και υπερφυσικό τρόπο θα σκήνωνε στην Παρθένο Μαρία, αφού πριν την καθάριζε απ’ το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος, που έφερε και Αυτή.

Έπρεπε όμως να το θελήσει και να το αποδεχτεί ελεύθερα αυτό και η ίδια η Παρθένος Μαρία σαν αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους. Πραγματικά, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, στην έννοια του «πληρώματος του χρόνου» περιλαμβάνεται και η «εύρεση» απ’ το Θεό της Παναγίας Μητέρας μας, της Δευτέρας Εύας, απ’ την οποία θα γεννιόταν ο Δεύτερος Αδάμ. Η Δευτέρα αυτή Εύα έπρεπε να είναι, αντίθετα προς την πρώτη, πιστή, ταπεινή, υπάκουη και αγνή, «κεχαριτωμένη», να μην έχει διαπράξει θεληματικά αμαρτίες. Τέτοια ήταν πραγματικά η Παρθένος. Σαν πιστή Ιουδαία γνώριζε το Νόμο και τον τηρούσε πιστά. Γνώριζε και τις Προφητείες και περίμενε με θερμή πίστη το Μεσσία και Λυτρωτή. Σαν άνθρωπος φυσικά δεν γνώριζε πως Αυτή θα αξιωθεί απ’ το Θεό να γίνει «κατά το ανθρώπινον» η Μητέρα Του, γιατί πατέρας άνθρωπος δεν θα υπήρχε. Όταν όμως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ Της ανήγγειλε το «μέγα μυστήριο», με πίστη και ταπείνωση απάντησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1, 38). Τη στιγμή αυτή, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, άρχισε η θεία Ενανθρώπηση και ταυτόχρονα η λύση του δράματος της ανθρωπίνης ελευθερίας. Ο απαραίτητος όρος για τη σωτηρία του ανθρώπου είχε βρεθεί: η ταπεινή και θεληματική υπακοή στο αγαθό θέλημα του Θεού στο πρόσωπο του εκλεκτοτέρου ανθρωπίνου πλάσματος, της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η Εκκλησία μας την Υπεραγία Θεοτόκο. Την τιμά πρώτη μετά τον Υιό Της και Σωτήρα μας. Θα έπρεπε πραγματικά να μεταφέρουμε εδώ ολόκληρο το αριστούργημα της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως, τον «Ακάθιστο Ύμνο» ή τους «Χαιρετισμούς», όπως συνηθέστερα λέγονται, όπου κυρίως ο ιερός υμνογράφος είναι αμίμητος στην ευλάβειά του προς το θείο Της πρόσωπο και στη θαυμαστή επινόηση και διατύπωση των ωραιοτέρων χαρακτηρισμών.

γ. Το «θεάνθρωπον» του Ι.Χ. ως μυστήριο και μέγιστο θαύμα. Η διατύπωση του δόγματος.
Σύμφωνα με το Δόγμα της θείας Ενανθρωπήσεως, στο Πρόσωπο του θείου Λόγου ενώθηκαν η μία και τελεία θεία φύση, δηλαδή όλη η Θεότητα και όχι μέρος, με την τελεία ανθρώπινη φύση ως σώμα και ψυχή λογική, χωρίς όμως η ένωση αυτή να αλλοιώσει τη μια ή την άλλη και χωρίς επίσης να υπάρχουν δύο τέλεια πρόσωπα, αλλά ένα, του Θεανθρώπου Ιησού, του Υιού και Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη δηλαδή φύση του Κυρίου, ενώ είναι τελεία, δεν προϋπήρχε ως πρόσωπο, αλλά τη στιγμή της θείας σαρκώσεως αποτέλεσε ενωμένη με τη θεία φύση ένα πρόσωπο, το Πρόσωπο του Λόγου. Ενώ στην Αγία Τριάδα έχουμε μία θεία φύση σε τρία τέλεια και ίσα Πρόσωπα, στο Πρόσωπο του Κυρίου έχουμε δύο διάφορες και τέλειες φύσεις σε ένα Πρόσωπο. Και η ανέκφραστη αυτή ένωση έγινε και έκτοτε παραμένει και θα παραμένει αιώνια!

Πώς όμως έγινε αυτό; Πώς η άπειρη θεία ουσία «χώρεσε» στην πεπερασμένη ανθρώπινη φύση παραμένοντας άπειρη και παντοδύναμη; Αυτό ακριβώς είναι το μυστήριο και το θαύμα το «ακατάληπτον και Αγγέλοις και βροτοίς» (Μεγαλυνάριο Υπαπαντής).

Αλλ’ ενώ η θεία ουσία έμεινε θεία και άπειρη, η ανθρώπινη φύση γενικά πλέον, χάρη στην ομοιότητα και την κοινότητα με την ανθρώπινη φύση του Κυρίου στο Πρόσωπο του θείου Λόγου, καθαρίσθηκε απ’ την αμαρτία, αγιάσθηκε, επανήλθε στο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», χωρίς να παύσει να είναι πεπερασμμένη και ανθρώπινη. Μ’ ένα λόγο: λυτρώθηκε, σώθηκε.

Να πώς έχει ακριβώς το Δόγμα ή ο Όρος της Αγίας Δ΄ Οικ. Συνόδου της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.):

«Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν, χωρίς αμαρτίας· προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά της ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, εκ δύο φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον· ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν και Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Mansi, VII, 116).



Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Ζ΄ αι.) χρησιμοποιεί για την ένωση των δύο φύσεων την εικόνα του σιδήρου που έχει μπει στη φωτιά. Φωτιά, «πυρ», είναι η θεία φύση, σίδηρος η ανθρώπινη, που, ενώ παραμένει σίδηρος, μετέχει και της φωτιάς.

Εξάλλου η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, λόγω της υπερφυσικής γεννήσεως και της αναμαρτησίας, θα έπρεπε να ήταν απαλλαγμένη και από τις φυσικές ιδιότητες της ανθρωπίνης φύσεως, τα λεγόμενα «αδιάβλητα πάθη», οι σωματικές ανάγκες τροφής, ύπνου, κόπου, η αίσθηση λύπης, τα δάκρυα, η χαρά κλπ. και κυρίως ο θάνατος. Όλα όμως αυτά ήσαν για τον Κύριο όχι φυσικά, αλλά εκούσια, για να τα εξαγιάσει αναλαμβάνοντάς τα και να τα κάμει απαθή.

Τελικά και πάντοτε όμως για τον πιστό, όπως όλη η θ. Αποκάλυψη, έτσι και το μέγιστο θαύμα της, η θεία Ενανθρώπηση, μόνο με την πίστη πλησιάζεται, λατρεύεται και «προσκυνείται». Τότε, σχετικά πάντοτε, και φανερώνεται στον πιστό: «Πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσιν εν πίστει το μυστήριον» (Α΄ Στιχ. Αίνων Κυρ. Ήχου πλ. Α΄).

Δεν υπάρχουν σχόλια: