Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΑΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ:1. H ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1. Η ύπαρξη του Θεού.
α. «Ο Ών».
1. Η πρώτη και θεμελιώδης αλήθεια της θ. Αποκαλύψεως είναι η αλήθεια της υπάρξεως του Θεού. Καμμιά άλλη αλήθεια δεν διδάσκεται και δεν επαναλαμβάνεται τόσο συχνά και έντονα σ’ ολόκληρη την Αγ. Γραφή και την Ι. Παράδοση, όσο η αλήθεια της υπάρξεως του Θεού και της πίστεως σ’ Αυτόν. «Πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστι και τοις εκζητούσιν Αυτόν μισθαποδότης γίνεται» (Εβρ. 11, 6). «Εγώ ειμι ο Ων… ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ…· τούτο μοι εστιν όνομα αιώνιον» (δηλ. ο Ων = ο Υπάρχων), αποκάλυψε ο Θεός στο Θεόπτη Μωυσή, τον πρώτο ιερό συγγραφέα της θ. Αποκαλύψεως (Εξ. 3, 14-15). Ως μία χρυσή αλυσίδα η αλήθεια και η πίστη αυτή συνδέει και θα συνδέει αδιάκοπα όλους τους πιστούς στον Ένα Αληθινό Θεό, από του Αδάμ και του «πατέρα των πιστών» Αβραάμ μέχρι σήμερα και πάντοτε, αιώνια.

Γιατί μόνη η πίστη αυτή είναι το θεοπατροπαράδοτο και «μέγιστον μάθημα», το πρώτο αγαθό στον άνθρωπο, χωρίς το οποίο τα πάντα είναι «ματαιότης ματαιοτήτων» (Εκκλ. 1, 2).

2. Αλλ’ ωστόσο υπάρχουν και οι άπιστοι. Αυτοί για να πιστεύσουν, θέλουν να «ιδούν» το Θεό με τα μάτια τους, ή, έστω, να πεισθούν λογικά. Θέλουν δηλ. απτές-πειραματικές ή λογικές αποδείξεις.

Ενώ όμως υπάρχει το φως και ο ήλιος, οι τυφλοί ούτε «βλέπουν» ούτε εννοούν τι «είδους» είναι το φως, ο ήλιος, τα χρώματα. Πρέπει πρώτα να θεραπευθούν, ν’ αποκτήσουν το αισθητήριο του φωτός, και τότε βέβαια θα ιδούν!

Πράγματι, η θεία Αποκάλυψη, που είναι αλήθεια και με την αλήθεια θέλει να φωτίσει και να ελευθερώσει τον άνθρωπο, την απιστία την αντιμετωπίζει ως «ασθένεια» και αδυναμία του ανθρώπου, και μάλιστα «καρδιακής» πρώτα φύσεως και έπειτα «λογικής». Έτσι μόνο με τη συνειδητοποίηση αυτής της βασικής αληθείας μπορεί να θεραπευθεί η διπλή αυτή νόσος της απιστίας.

β. «Ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού.
Οι ασθενείς θέλουν ανοχή, κατανόηση και αγάπη, όχι σκληρότητα ή ψυχρότητα. Γι’ αυτό και ο μόνος φιλάνθρωπος με τη θ. Αποκάλυψή Του συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία και συζητεί τους «διαλογισμούς» και τους δισταγμούς των «ασθενών» στη συνείδηση και στην πίστη αποβλέποντας στη θεραπεία τους. Έτσι, ξεκινώντας από τη φυσική εμπειρία του ανθρώπου, δηλ. τη φυσική αποκάλυψη, ζητεί να τον οδηγήσει δια μέσου της φύσεως και των ορατών στην υπερφυσική γνώση του Αοράτου θεού, δια μέσου πλέον της πίστεως. Πράγματι, αιώνες πριν «γεννηθεί» η Φιλοσοφία, η θ. Αποκάλυψη εχρησιμοποίησε με το δικό της τρόπο τις λεγόμενες «λογικές αποδείξεις ή ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού, όπως συνήθως τις ονομάζουν οι θεολογούντες φιλόσοφοι, αλλά και οι θεολόγοι. Αρκετά στοιχεία των «ενδείξεων» αυτών έχουν αναφερθεί στα εισαγωγικά μαθήματα. Οι «ενδείξεις» όμως αυτές συνήθως αποτελούν μια ενότητα και είναι οι εξής: κοσμολογική-τελεολογική, ιστορική-θρησκειολογική και ηθική. Θεολογικά συνδέονται άμεσα με τις λεγόμενες «σχετικές ιδιότητες» του Θεού, δηλ. με τις άκτιστες θείες ενέργειές Του, δια μέσου των οποίων και αποκτά ο άνθρωπος σχετική πάντοτε γνώση του Ακτίστου Θεού.

1. Κοσμολογική-τελεολογική ένδειξη.
Τα στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως για την ύπαρξη του κόσμου ως ενεργήματος ή αποτελέσματος της άκτιστης δημιουργικής δυνάμεως του Θεού, η τάξη, η αρμονία, η σκοπιμότητα (το «τέλος» = σκοπός) συνιστούν ακριβώς την κοσμολογική-τελεολογική ένδειξη. Η θ. Αποκάλυψη με μάρτυρά της τον Απ. Παύλο συνοψίζει ως εξής την ένδειξη αυτή: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3, 4). Ο Κόσμος θεωρείται ένας «οίκος», του οποίου κτίστης και οικοδεσπότης είναι ο Θεός). Ως εκπρόσωπος της Ι.Π. ο Μ. Αθανάσιος καταθέτει επίσης τη δική του μαρτυρία: «Έστι (= είναι δυνατόν) και από των φαινομένων την περί Θεού γνώσιν καταλαβείν, της κτίσεως ώσπερ γράμμασι διά της τάξεως και αρμονίας τον εαυτής Δεσπότην και Ποιητήν σημαινούσης και βοώσης» (ΒΕΠΕΣ 30, 61).

2. Ιστορική-θρησκειολογική ένδειξη
Όσα έχουμε αναφέρει σχετικά με τη Θρησκεία ως πανανθρώπινο ιστορικό φαινόμενο (για την έμφυτη θρησκευτικότητα κλπ.)συνιστούν ακρριβώς τα στοιχεία της ενδείξεως αυτής. Οι σχετικές μαρτυρίες των παλαιών, ποιητών, φιλοσόφων, ιστορικών, καθώς και των νεωτέρων είναι πάρα πολλές και τεκμηριωμένες. Κλασσική θεωρείται η σχετική διαπίστωση του ιστορικοφιλοσόφου Πλουτάρχου (46-127 μ.Χ.):

«Εύροις δ’ αν επιών (= επισκεπτόμενος, ερευνώντας) και πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων· ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς… ουδείς εστιν ουδ’ έσται γεγονώς θεατής· αλλά πόλις αν μοι δοκεί μάλλον εδάφους χωρίς ή πολιτεία, της περί θεών δόξης αναιρεθείσης παντάπασι, σύστασιν λαβείν ή λαβούσα τηρήσαι»! (Ηθικά VI, 2, 173, Προς Κολώτην).

Πράγματι, όλα τα σχετικά στοιχεία, τα οποία είναι αναμφισβήτητα, οδηγούν στο λογικό και ψυχολογικό συμπέρασμα: ό,τι δεν υπάρχει αντικειμενικά και δεν είναι πραγματικό δεν μπορεί να είναι ο καθολικότερος ιστορικός νόμος και η ψυχή του ανθρωπίνου πολιτισμού, δηλ. η πίστη στο Θεό.

3. Ηθική ένδειξη.
Τα στοιχεία της ηθικής ενδείξεως για την ύπαρξη του Θεού (αλλά και αθάνατης ψυχής μετά θάνατον, αιώνιας ζωής, όπου θα επικρατήσει αιώνια η ηθική τάξη, δηλ. η αμοιβή και ευτυχία των αγαθών και δικαίων, όπως και η τιμωρία και δυστυχία των φαύλων και αδίκων) είναι όλα εκείνα τα στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως τα σχετικά με την έμφυτη ηθική συνείδηση στον άνθρωπο. Αλλ’ η ασίγαστη και αδέκαστη φωνή του εμφύτου ηθικού νόμου στον κόσμο αυτό, καίτοι δεν καταπνίγεται, περιφρονείται, ο ηθικός νόμος καταπατείται. Εξωτερικά πολλές φορές επικρατούν οι φαύλοι, ενώ οι αγαθοί περιφρονούνται και παραγκωνίζονται και δυστυχούν. Και όμως, ο έμφυτος στον άνθρωπο ηθικός νόμος απαιτεί τη δικαιοσύνη, στην επικράτηση της οποίας πιστεύει ανέκαθεν και καθολικά ο άνθρωπος. Ακριβώς αυτή η πίστη είναι μια σαφής και ισχυρότατη ένδειξη ότι υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά ηθικός νόμος, αλλά και Αιώνιος Νομοθέτης και Δικαιοκρίτης, ο Θεός. Αυτός είναι ο ακοίμητος της «Δίκης οφθαλμός» της φυσικής αποκαλύψεως των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός είναι ο Αληθινός Θεός της θ. Αποκαλύψεως, ο οποίος «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την Οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν Ανδρί Ω ώρισε πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας Αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. 17, 31). Στο κήρυγμά του αυτό ο Απ. Παύλος, στο Βράχο του Αρείου Πάγου στην Αθήνα, χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως.

γ. Από τη φυσική στην υπερφυσική Αποκάλυψη.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τις προηγούμενες «λογικές ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού ως διεγερτικά της αληθινής πίστεως. Όταν όμως, με τη χάρη του Θεού, εμφυσηθεί αυτή η άσβηστη σπίθα, για ν’ ανάψει και ως φλόγα να φωτίσει την καρδιά του ανθρώπου, πρέπει να συνδεθεί με «το Φως το αληθινόν» της θ. Αποκαλύψεως. Στην Α. Γραφή και τη ζωντανή Ι. Παράδοση της Εκκλησίας μας, κοντά στους ζωντανούς μάρτυρες της πίστεως, θα βρει ο νεοφώτιστος πιστός τους εμπείρους διδασκάλους, για να μάθει και να παραλάβει και αυτός το θεοπατροπαράδοτο και «μέγιστο μάθημα» της πίστεως: «Είς Θεός ο προ πάντων και επί πάντων και εν πάσι και υπέρ το παν»! (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

2. ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

2. Ουσία του Θεού
Ενώ η έννοια και η γνώση της υπάρξεως του Θεού είναι έμφυτη και καθολική στον άνθρωπο, η ουσία όμως ή η φύση του Θεού είναι εντελώς απρόσιτη και άγνωστη. «Ότι μεν ουν έστι Θεός, δήλον (= φανερό) τι δε εστι κατ’ ουσίαν και φύσιν, ακατάληπτον τούτο παντελώς και άγνωστον» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός, PG 94, 797). Πραγματικά, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες της θ. Αποκαλύψεως σύμφωνα με τις οποίες αποκλείεται οποιαδήποτε έννοια ή γνώση απ’ τον άνθρωπο της ιδίας της ουσίας του Θεού. Και η έννοια-εικόνα του «φωτός», που συνήθως χρησιμοποιούν οι ιεροί συγγραφείς για την έκφραση ή παράσταση της φανερώσεως του Θεού, είναι μια έννοια-εικόνα ανθρώπινη και δεν εκφράζει την ουσία του Θεού. Η ίδια η ουσία του Θεού είναι υπερούσια και υπερώνυμη, ανώνυμη.

Αλλ’ όμως η ουσία του Θεού, ως η υπέρτατη ύπαρξη και άπειρη αρχή και πηγή κάθε υπάρξεως και ζωής, είναι ουσία ενεργής ή ουσιώδης ενέργεια. Είναι ουσία ουσιοποιός των όντων και ζωοποιός των ζώντων. Ουσία ανενέργητη ή ενέργεια ανούσια δεν υπάρχει, όπως ορθότατα λέγει ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εξάλλου η ουσία του Θεού είναι ουσία υποστατική και προσωπική. Ουσία που δημιουργεί υποστάσεις και πρόσωπα είναι αδιανόητο να είναι ανυπόστατη και απρόσωπη. Θεός αν-ούσιος, ανενέργητος και ανυπόστατος είναι ανύπαρκτος θεός. Ο Θεός λοιπόν υπάρχει ως η απόλυτη ύπαρξη, ως «ο Ων» -ουσία (το απόλυτο «Είναι» και το «όντως Ον» των φιλοσόφων), αλλά μόνο ως ουσιώδης ενέργεια υποστατική και προσωπική. Αυτός είναι ο Θεός της ορθόδοξης χριστιανικής Πίστεως, ο Θεός της θ. Αποκαλύψεως.

Πράγματι, ο Αυτοαποκαλυπτόμενος Θεός απ’ τον πρώτο στίχο της Π.Δ. μέχρι και τον τελευταίο της Κ.Δ. εμφανίζεται ως Θεός προσωπικός και ενεργής «ποιητής» των πάντων, ως πάνσοφος και παντοδύναμος Κυβερνήτης, ως φιλόψυχος Δεσπότης και φιλάνθρωπος Σωτήρας. Σ’ όλες όμως αυτές τις ενέργειες του Θεού, που είναι πραγματικές και έμμεσα ή άμεσα αντιληπτές ή «γνωστές» στον άνθρωπο, δεν αποκαλύπτεται η ίδια η άκτιστη ουσία του Θεού, αλλ’ η άκτιστη επίσης ενέργεια της ουσίας Του. Έτσι, όπως είδαμε να λέγει ο Μ. Βασίλειος, «αι μεν ενέργειαι Αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία Αυτού μένει απρόσιτος» (Επιστ. 234, 1). Αυτές τις άκτιστες θείες ενέργειες οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «τα περί την ουσίαν προσόντα», δηλ. ιδιώματα ή γνωρίσματα της θείας ουσίας. Η ίδια όμως η ουσία, που είναι απόλυτα απλή, παραμένει πάντοτε απρόσιτη και αγνώριστη. Αλλά και αυτά «τα περί την ουσίαν προσόντα» ή ιδιώματα του Θεού μόνο χάρη στη θ. Αποκάλυψη τα γνωρίζουμε, χάρη στο φωτισμό το Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη της Πίστεως. Οι άπιστοι ή ι ατελείς στην πίστη δεν μπορούν να διακρίνουν και να γνωρίσουν τα πνευματικά και θεία πράγματα. «Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος Αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού» (Α΄ Κορ. 2, 10). Κυρίως όμως τα υπεράγνωστα μυστήρια, μάλιστα όσα αναφέρονται στην ίδια την ουσία ή φύση του Θεού, όπως η Τριαδικότητα του Θεού και άλλα, αυτά «ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18), όσα βέβαια μπορούσαμε και έπρεπε να γνωρίζουμε δια μέσου της πίστεως.

«Τα περί την ουσίαν προσόντα» ή ιδιώματα του Θεού, που ο αριθμός τους είναι επίσης άγνωστος, για την καλύτερη προσέγγιση και μελέτη τους, διακρίνουν οι θεολόγοι: α) στα απόλυτα και φυσικά και β) στα σχετικά ιδιώματα του Θεού. Τα απόλυτα ανήκουν μόνο στη θ. φύση και είναι ακοινοποίητα, δηλ. ούτε μεταδίδονται στα κτίσματα ούτε μετέχονται από αυτά. (Π.χ. το άναρχο, το άπειρο, το αναλλοίωτο κλπ.). Εξάλλου τα θεία ιδιώματα που ως άκτιστες ενέργειες σχετίζονται με τον κόσμο και τον άνθρωπο λέγονται σχετικά μόνο απ’ την πλευρά του ανθρώπου. Και αυτά ανήκουν στη μία, απλή και αμέριστη θεία ουσία, πλην όμως είναι κοινοποιήσιμα ή μεθεκτά απ’ τα κτίσματα και μάλιστα απ’ τον άνθρωπο. (Π.χ. η γνώση, η δύναμη, η αγιότητα, η δικαιοσύνη του Θεού κλπ.).

Παρ’ όλο όμως που τα θεία ιδιώματα είναι διάφορες εκφράσεις ή παραστάσεις υποκειμενικές των θείων ενεργειών, ατελείς δηλ. έννοιες που κατ’ ανάγκη χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, ωστόσο η ύπαρξή τους είναι αντικειμενική και πραγματική. Δεν είναι βέβαια ποτέ ουσιώδεις διακρίσεις ούτε ανεξάρτητες απ’ τη θεία ουσία, με την οποία είναι αχώριστα ενωμένες και αποτελούν αμέριστες εκφράσεις της, πλην όμως είναι «ομολογίαι του κατ’ αλήθειαν τω Θεώ προσόντος» (Μ. Βασίλειος). Έτσι η γνώση των θείων ιδιωμάτων είναι για τον άνθρωπο γνώση αληθινή του Θεού, ανάλογη πάντοτε με την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση.

3.ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ

Ο Τριαδικός Θεός: Τριαδική Μονάς.
α. Γενικά.
Η πίστη σε Ένα Θεό, αλλά Τριαδικό, είναι δόγμα πίστεως μόνο του Χριστιανισμού και στηρίζεται αποκλειστικά στην Αυτοαποκάλυψη του Ιδίου του Θεού. Κανείς άνθρωπος π. και μ.Χ. φυσικά και λογικά δεν συνέλαβε το μέγιστο τούτο μυστήριο, όπως και μετά την αποκάλυψή του κανείς επίσης δεν μπορεί να το συλλάβει και να το εννοήσει λογικά. Είναι και θα παραμένει μέγιστο και ανεξήγητο μυστήριο.

Ενώ όμως το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος είναι και θα παραμένει το μέγιστο και ανεξήγητο μυστήριο, η πίστη σ’ αυτό είναι εντελώς αναγκαία για τη σωτηρία μας και επομένως πρέπει να είναι ζωντανή και ισχυρή· και αυτό ισχύει για όλους ανεξαίρετα τους πιστούς. Όχι λοιπόν για να το καταλάβουμε, αλλά για να το πιστεύσουμε περισσότερο, πρέπει να γνωρίζουμε τουλάχιστο τι ακριβώς ο Ίδιος ο Θεός στην Α.Γ. και την Ι.Π. μας αποκαλύπτει σχετικά, όπως και την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιεί η θ. Αποκάλυψη στη γλώσσα των ανθρώπων

β. Βασικά χωρία της Αγ. Γραφής.
1. Στην Π.Δ. έχουμε τους πρώτους υπαινιγμούς περί της Αγίας Τριάδος. Βέβαια, η θ. Αποκάλυψη στην Π.Δ. είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και έγινε προοδευτικά και εξελικτικά. Υπήρχε ο μεγάλος κίνδυνος να παρερμηνευθεί η αλήθεια περί Τριαδικού Θεού, ανάμεσα μάλιστα στο ειδωλολατρικό και πολυθεϊστικό περιβάλλον της εποχής.

Οι υπαινιγμοί ή συμβολισμοί στην Π.Δ. είναι οι εξής: Η χρήση πληθυντικού από το Θεό στην πλάση, την πτώση και τη διασπορά των ανθρώπων. «Ποιήσωμεν άνθρωπον…» (Γεν. 1, 26)· «Ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών…» (Γεν. 3, 22)· «Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν» (Γεν. 11, 7). Επίσης στη φιλοξενία των «τριών άνδρών»-Αγγέλων από τον Αβραάμ (Γεν. 18, 1 κέξ.), στον «Τρισάγιο Ύμνο» του οράματος του Ησαΐα (Ησ. 6, 3) κ.ά.

2. Στην Κ.Δ. η αποκάλυψη πλέον του μυστηρίου γίνεται πρώτα κατά τον Ευαγγελισμό: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε… διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται, Υιός Θεού» (Λουκ. 1, 35). Κυρίως όμως η «φανέρωση» της Αγίας Τριάδος γίνεται κατά τη Βάπτιση του Κυρίου (Ματθ. 3, 16-17). Ο Ίδιος ο Κύριος εξάλλου πολλές φορές αποκάλυψε το μέγα τούτο μυστήριο τονίζοντας την ισότητα και ενότητα των Προσώπων Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος. Τους λόγους Του περισσότερο μας διέσωσε ο Ιωάννης: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος...» (Ιωάν. 1, 1)· «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί…» (Ιωάν. 14, 11)· «Εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. 14, 16-17)· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19) κ.ά.

γ. Συνοπτική διατύπωση του δόγματος.
Μετά την παράθεση των προηγουμένων μαρτυριών και εξηγήσεων μπορούμε να παρακολουθήσουμε λεκτικά τουλάχιστο τη διατύπωση του δόγματος:

Υπάρχει Ένας και Μόνος Θεός, μία θεία ουσία ή φύση άναρχη, άκτιστη, άυλη, αμετάβλητη, αδιαίρετη, παντοδύναμη, τελεία κλπ. Εντελώς και απόλυτα ταυτόχρονα όμως η ίδια και απαράλλακτη και μία θεία φύση υπάρχει αδιαίρετη και ολόκληρη σε τρία θεία Πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιον. Τα τρία θεία Πρόσωπα είναι απόλυτα και απαρράλλακτα ίσα και ομοούσια (από την ίδια ακριβώς θεία ουσία), άναρχα, τέλεια, παντοδύναμα, Θεός το καθένα, αλλά αχώριστο από τα άλλα δύο Πρόσωπα, ώστε να υπάρχει πάντοτε Ένας Θεός και όχι τρεις. Δεν υπάρχει καμμιά αριθμητική, ποσοτική ή ποιοτική διαφορά μεταξύ των τριών Προσώπων. Οι λέξεις πρώτο, δεύτερο, τρίτο Πρόσωπο εκφράζουν τον αΐδιο ( = άναρχο και αιώνιο) τρόπο υπάρξεως των θείων Προσώπων εντός («εν τοις κόλποις») της Αγίας Τριάδος. Μόνο ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται «εν τοις κόλποις του Πατρός αϊδίως και αχρόνως» και το Πνεύμα το Άγιον «εκπορεύεται εκ του Πατρός» και μόνο. Τα υποστατικά αυτά ιδιώματα είναι ακοινοποίητα (ακοινώνητα) μεταξύ των θείων Προσώπων (δηλ. το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγ. Πνεύματος). Όλα τα άλλα είναι κοινά στα θεία Πρόσωπα ως ομοούσια.

Έτσι η συνοπτικότερ διατύπωση του δόγματος είναι: «Θεία Τριαδική Μονάς, Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι».

δ. Αγία Τριάς και Εκκλησία
Όπως είπαμε, το δόγμα περί Αγίας Τριάδος «υπερέχει πάσαν έννοιαν». Εντούτοις, είναι η μόνη αλήθεια για τη φύση του μόνου αληθινού Θεού, που είναι Αγάπη: «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. 4, 8). Έτσι η μία θεία φύση εκφράζει τη μεγάλη αλήθεια της μονοθεΐας, αλλά και τα τρία ομοούσια και ίσα θεία Πρόσωπα, ενώ προφυλάσσουν από την πολυθεΐα, εκφράζουν τη μεγάλη αλήθεια ότι ο Ένας Θεός είναι όχι ύπαρξη «ατομική-εγωιστική», αλλά Αγάπη ανέκφραστη, κοινωνία-επικοινωνία (αλλά ασύγχυτη) προσώπων.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στην Εκκλησία, ως έκφραση του μεγίστου δόγματος της Αγίας Τριάδος, πρέπει να υπάρχει αγάπη-κοινωνία μεταξύ των προσώπων-πιστών ως το πρώτο χαρακτηριστικό τους. Έχουμε εδώ την πρώτη άρρηκτη σχέση δόγματος και ηθικής ή αληθείας και ζωής. Και τέτοιες σχέσεις υπάρχουν πολλές και μόνο έτσι κατανοείται ορθά και γίνεται βίωμα ορθόδοξο ο Χριστιανισμός. Γιατί αληθινή χριστιανική ζωή χωρίς ζωντανή πίστη και βίωση του δόγματος της Αγίας Τριάδος δεν υπάρχει. Μόνο όταν ο πιστός-πρόσωπο είναι ενωμένος (όχι διχασμένος εσωτερικά), καθαγιασμένος απ’ τη χάρη του Θεού και απέναντι των άλλων ανθρώπων-προσώπων έχει μια πραγματική ενότητα και κοινωνία-επικοινωνία αγάπης, τότε είναι πραγματικά πλάσμα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της Αγίας Τριάδος, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια.

ε. Μερικοί Τριαδικοί Ύμνοι.
Οι ωραιότερες «ορθόδοξες» διατυπώσεις του δόγματος περί της Αγίας Τριάδος, όπως και όλων των αληθειών της Πίστεως, υπάρχουν στην άφθαρτη πραγματικά Υμνολογία μας, που είναι ιδιαίτερα τριαδολογική.

α) «Τριάδα την σεπτήν, και αμέριστον φύσιν, προσώποις εν τρισί, τεμνομένην ατμήτως, και μένουσαν αμέριστον, κατ’ ουσίαν θεότητος, προσκυνήσωμεν, ως Ποιητήν και Δεσπότην, Θεόν υπεράγαθον».

(Κάθισμα Τριαδικό Μεσονυκτικού Κυριακής Α΄ Ήχου. Ψάλλεται όπως το: Τον τάφον Σου, Σωτήρ).

β) «Άξιόν εστιν ως αληθώς, την υπέρθεον υμνείν Τριάδα, άναρχον Πατέρα και παντουργόν, συνάναρχον Λόγον, προ αιώνων εκ του Πατρός, αρρεύστως τεχθέντα, και το Άγιον Πνεύμα, το εκ του Πατρός αχρόνως εκπορευόμενον».

(Τριαδικός Ύμνος καθημερινού Μεσονυκτικού. Ψάλλεται σε ήχο Β΄).

γ) «Θείας φύσεως ομοουσίου, το τρισήλιον υμνούμεν κράτος, και τρισαγίαις φωναίς εκβοήσωμεν· Άγιος ει, ο Πατήρ ο προάναρχος· Άγιος ει, ο Υιός ο συνάναρχος· Πνεύμα Άγιον, ο εις αμερής Θεός ημών, και πάντων Ποιητής και φιλάνθρωπος».

(Τριαδικό Κάθισμα Μεσονυκτικού Κυριακής Γ΄ Ήχου. Ψάλλεται όπως το: Θείας πίστεως).

4.ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



α. Απόλυτα και φυσικά ιδιώματα του Θεού
Τα απόλυτα και ακοινοποίητα ιδιώματα του Θεού είναι πολλά και εκφράζονται άλλοτε θετικά ή καταφατικά (τελειότητα, μακαριότητα) και άλλοτε αρνητικά ή αποφατικά (άπειρο, αναλλοίωτο). Συνήθως αναφέρονται τα εξής: τελειότητα, ενότητα, απλότητα, αναλλοίωτο, αιωνιότητα, άπειρο, αόρατο, ακατάληπτο, αυθυπαρξία, αυτάρκεια, αυτοζωή, πανταχού παρουσία, απόλυτη τάξη και αρμονία και μακαριότητα. Όπως όμως αναφέραμε, συνυπάρχουν όλα μαζί και καθένα προσδιορίζεται καλύτερα από τα άλλα. Για το λόγο μάλιστα αυτό δεν θα κάνουμε ιδιαίτερη ανάπτυξη όλων, αλλ’ αντιπροσωπευτικά της αιωνιότητας και της πανταχού παρουσίας.

1. Η αιωνιότητα του Θεού.
Ο Θεός ως αιώνιος (αιεί – αεί + ων) είναι αΐδιος, δηλ. άναρχος, αλλά και ατελεύτητος, χωρίς ποτέ τέλος. Είναι «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 4). Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες που σχετίζονται μόνο με τα κτίσματα, τα οποία ο Άκτιστος Θεός εδημιούργησε «εκ του μηδενός». Έτσι ο χρόνος και ο χώρος «αρχίζουν» με την εμφάνιση των κτισμάτων, των οποίων υπέρκειται ως Δημιουργός τους ο Θεός. Επομένως ο Θεός ως αιώνιος είναι άπειρος, απεριόριστος και αχώρητος. Η αιωνιότητα εξάλλου του Θεού είναι αλληλένδετη και με την αυθυπαρξία και το αναλλοίωτο του Θεού. Αυτός είναι το πλήρωμα του χρόνου και κάθε χρονικής στιγμής, χωρίς διαδοχή ή διαστημική διαφορά, χωρίς «παραλλαγήν ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. 1, 17). Ο Θεός είναι «ο Ων» ως διαρκώς παρών, το διαρκές παρόν και σήμερα, όπου οι έννοιες του πριν και του μετά, του παρελθόντος και του μέλλοντος καταργούνται. «Εγώ πρώτος, εγώ και μετά ταύτα, και εγώ ειμι εις τον αιώνα» (Ησ. 46, 4 και 48, 12). Ενώπιον του αιωνίου Θεού οι αιώνες είναι απλές στιγμές του χρόνου: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς Σου ως ημέρ η εχθές… και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλμ. 89, 4. Τα σχετικά χωρίς της Α.Γ. και της Ι.Π είναι πάρα πολλά και εκφραστικότατα. Βλ. Ιώβ 33, 12, και 36, 26. Ψαλμ. 101, 26-28 και Εβρ. 1, 10-13, κ.ά.).

2. Η πανταχού παρουσία του Θεού.
Ο Θεός ως αιώνιος, άπειρος, απεριόριστος και αχώρητος είναι κα «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ταυτόχρονα δηλ. και αχώριστα ο Θεός, ενώ είναι υπερκείμενος του χώρου, «ο αχώρητος παντί», είναι και «ο τα πάντα πληρών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Έτσι, η απόλυτα απλή (= ασύνθετη), αλλά άυλη και πνευματική ουσία του Θεού («Πνεύμα ο Θεός», Ιω. 4, 24), αμέριστη και ολόκληρη ευρίσκεται παντού, χωρίς να περικλείεται ή ν’ αποκλείεται από κανένα κτίσμα. «Τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ», αποκαλύπτει ο Ίδιος ο Θεός (Ιερ. 23, 24). Την αλήθεια αυτή, που επίσης «πληροί» όλη τη Α.Γ. ο ι. Χρυσόστομος διατυπώνει ωραιότατα ως εξής: «Πάντα πληροίς, πάσι πάρει, ου κατά μέρος, αλλ’ ομού πάσιν όλος» (Ερμ. στον Ψαλμ. 138, που είναι ένας εκφραστικότατος ύμνος της πανταχού παρουσίας του Θεού και συνήθως ψάλλεται: «Πού πορευθώ από του Πνεύματός Σου, και από του Προσώπου Σου πού φύγω;», στ. 7).

Επειδή όμως ο Θεός δεν είναι απλώς ουσιώδης ενέργεια, αλλά και προσωπική υπόσταση λογική και ελεύθερη, ενώ ευρίσκεται «ομού πάσιν όλος», ενεργεί στο καθένα ανάλογα με τη φύση του και τη δεκτικότητά του. Με άλλο τρόπο υπάρχει και ενεργεί στα υλικά και με άλλο στα πνευματικά, με άλλο τρόπο στους πιστούς και αγίους και με άλλο στους απίστους και αμαρτωλούς. Έτσι, ενώ ευρίσκεται στα πάντα, ούτε ταυτίζεται ούτε συγχέεται με τα κτίσματα (όπως διδάσκει ο Πανθεϊσμός και ο Βουδδισμός). Αλλ’ ούτε ως υπερκόσμιος είναι άσχετος με τον κόσμο (Θεϊσμός). Είναι ο Δημιουργός, αλλά και ο άμεσος Κυβερνήτης του κόσμου. Γι’ αυτό και ως πανταχού παρών, αλλά και ελεύθερος και παντοδύναμος μπορεί να παρέμβει στους φυσικούς νόμους, να τους αναστείλει ή να τους αλλάξει (θαύματα, αφθαρσία σωμάτων – ανάσταση).




β. Σχετικά ιδιώματα του Θεού.
Τα σχετικά με τον κόσμο, και μάλιστα με τον άνθρωπο, ιδιώματα του Θεού είναι πολλά, άγνωστα επίσης σε αριθμό. Συνήθως όμως αναφέρονται τα σχετικά με τον άνθρωπο ως πρόσωπο, όσα δηλ. εκφράζουν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού ως απολύτου Προσώπου, δηλ. ως πανσόφου Νου (γνωστικά ή λογικά ιδιώματα), αλλά και ως ελεύθερης και παντοδύναμης Βουλήσεως ή Θελήσεως (ηθικά ιδιώματα). Και πάλι όμως πρέπει να τονισθεί ότι όχι μόνο η διάκριση των επί μέρους σχετικών ιδιωμάτων, αλλά και η διάκριση νοήσεως και βουλήσεως στο Θεό, οφείλεται στην ανθρώπινη αδυναμία, που δεν μπορεί «δια μιας» να συλλάβει τον άπειρο ωκεανό της θείας απλότητας. Στην απλή και αμέριστη θεία ουσία «πάσα διαφορά βουλευμάτων χώραν ουκ έχει, ουδέ εκ μεταβολής τι γίνεται» (Αγ. Γρηγ. Νύσ. PG 45, 808).

1. Γνωστικά ή λογικά ιδιώματα του Θεού: παγγνωσία, πρόγνωση, πανσοφία.
Ότι ο Δημιουργός Θεός κατέχει απόλυτη γνωστική δύναμη, με την οποία γνωρίζει επίσης απόλυτα τα δημιουργήματά Του, είναι αυτονόητη αλήθεια. Γι’ αυτό και φυσικότατα ο Ψαλμωδός ερωτά: «Ο φυτεύσας το ους ουχί ακούει; ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί… ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων…» (Ψαλμ. 93, 9-11). Πράγματι, η φυσική και υπερφυσική Αποκάλυψη του Θεού προϋποθέτουν και μαρτυρούν την παγγνωσία και πανσοφία του Θεού, που ουσιαστικά συμπίπτουν. Έτσι, ως απόλυτο και λογικό Πνεύμα ο Θεός έχει πρώτα αΐδια και απόλυτη αυτογνωσία, ως άμεση και τελεία ενόραση. Έπειτα ο Θεός, ως Δημιουργός του κόσμου «εκ του μηδενός», γνωρίζει με άμεση και βαθύτατη ενόραση και εποπτεία πάντα τα ορατά και τα αόρατα, τα παρόντα, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα, τα πάντα ως ένα αιώνιο και διαρκές παρόν. Το παντοπτικό όμμα του πανταχού παρόντος Θεού γνωρίζει και τα μυστικά βάθη των καρδιών των ανθρώπων καλύτερα απ’ τους ιδίους. «Μείζων ο Θεός της καρδίας και γινώσκει πάντα» (Α΄ Ιω. 3, 20).

Αλλ’ ενώ η παγγνωσία και η πανσοφία του Θεού είναι αχώριστα ιδιώματα, όπως και τα λοιπά, η πανσοφία ορίζεται κυρίως ως γνώση-πρόγνωση των αρίστων μέσων για τους αρίστους σκοπούς. Έτσι, τόσο η δημιουργία του κόσμου, όσο και κυρίως η αναδημιουργία και σωτηρία του είναι εκδηλώσεις της «πολυποικίλου σοφίας του Θεού» (Εφεσ. 3, 10), με την οποία συμπράττει και η παντοδυναμία Του. Ο Θεός «πάντα εν σοφία εποίησε» (Ψαλμ. 103, 24. Γι’ αυτό και όσο περισσότερο ο γνωστικός άνθρωπος μελετά τα έργα της δημιουργίας και αναδημιουργίας του κόσμου, τόσο και αναγνωρίζει και μεγαλύνει τη σοφία του Θεού: «ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!...» (Ρωμ. 11, 33).

2. Ηθικά ιδιώματα του Θεού.
Τα ηθικά ιδιώματα του Θεού ως άκτιστες ενέργειες της θείας Θελήσεως είναι πολλά και έχουν ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για τον άνθρωπο. Συνήθως αναφέρονται τα εξής: αυτεξουσιότητα και ελευθερία, παντοδυναμία, αγιότητα, δικαιοσύνη, αγάπη, αγαθότητα, ευσπλαγχνία και ελεημοσύνη, αλήθεια και πιστότητα. Απ’ αυτά θ’ αναπτύξουμε αντιπροσωπευικά τα επόμενα τέσσερα.

α. Η παντοδυναμία του Θεού.
Το εκδηλότερο προς τον κόσμο ιδίωμα της θείας Θελήσεως είναι η παντοδυναμία. Μαζί με τη σοφία είναι, κατά τον υμνογράφο, «η δημιουργική και συνεκτική των απάντων» δύναμη του Θεού. Η θ. Αποκάλυψη εξαίρει ιδιαίτερα το ιδίωμα τούτο του Θεού, διότι δια της πίστεως ο άνθρωπος μετέχει άμεσα στην άκτιστη ενέργεια της δυνάμεως του Θεού. Έτσι ο πιστός, με εκπρόσωπο την Υπεραγία Θεοτόκο, αναγνωρίζει και ομολογεί «ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. 1, 37). Αλλά για ν’ ακούσει απ’ το Θεάνθρωπο και ν’ αποκτήσει προσωπική εμπειρία ότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. 9, 23).

Ωστόσο η παντοδυναμία του Θεού δεν είναι μία δύναμη «τυφλή». Όπως και η Θέληση του Θεού είναι πάντοτε αγαθή, έτσι και η έκφρασή της είναι αγαθή ενέργεια. Ο Θεός «πάντα μεν όσα θέλει δύναται, ουχ όσα δε δύναται θέλει. Δύναται γαρ απολέσαι τον κόσμον, ου θέλει δε» (Άγ. Ιω. Δαμασκηνός, ΕΟΠ 1, 14). Δύναται να περιορίσει τα ελεύθερα όντα που κάνουν κακή χρήση του δώρου της ελευθερίας, αλλ’ όμως ούτε το θέλει ούτε το κάνει ως μακρόθυμος. «Συ δε δεσπόζων ισχύος εν επιεικεία κρίνεις, και μετά πολλής φειδούς διοικείς ημάς· πάρεστι γαρ Σοι, όταν θέλης, το δύνασθαι» (Σ. Σολ. 12, 18).

β. Η αγιότητα του Θεού.
Η αγιότητα του Θεού είναι η ταύτιση της θείας Θελήσεως με το αγαθό και τέλειο. Γι’ αυτό και η ενέργεια της αγιότητας του Θεού στον άνθρωπο είναι ακριβώς η κλήση προς αγιασμό της θελήσεώς του και της συνειδήσεώς του: «΄Εσεσθε άγιοι, ότι Άγιός ειμι εγώ Κύριος» (Λευιτ. 11, 45. Πρβλ. Ματθ. 5, 48 και Α΄ Πέτρ. 1, 15-16). Η ενέργεια της αγιότητας του Θεού στον άνθρωπο είναι ακριβώς η ηθική αναγέννηση ολόκληρης της υπάρξεως του ανθρώπου δια μέσου της πίστεως και των αγιαστικών μέσων της Εκκλησίας. Όπως «χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» (Εβρ. 11, 6), έτσι και «χωρίς αγιασμού ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12, 14), που είναι «ο Θεός ο Άγιος, ο εν Αγίοις αναπαυόμενος» (Ευχή Τρισαγίου Ύμνου). Ως μόνος Άγιος δεν έχει καμμιά σχέση με το αντίθετο της αγιότητας, την πολύμορφη και φθοροποιό κακία, η οποία έχει αρχή και υπόσταση την κατάχρηση της ελευθερίας από το Διάβολο και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και «μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεό πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα…» (Ιακ. 1, 13). Ούτε ο Νόμος του Θεού δημιουργεί συνείδηση της αμαρτίας και διλήμματα, όπως δικαιολογούνται μερικοί. Αντίθετα, είναι η φιλάνθρωπη οριοθέτηση ομαλής κινήσεως της ανθρωπίνης ελευθερίας, για να μην εκτροχιασθεί και αυτοκαταστραφεί πρβλ. Ρωμ. 7, 7-13).

γ. Η δικαιοσύνη του Θεού.
Η σχέση αγιότητας και δικαιοσύνης, όπως είδαμε, είναι άμεση. Ο Θεός ως μόνος Άγιος θέλει τον αγιασμό των τέκνων Του, ορίζει τον τρόπο και παρέχει τα αγιαστικά μέσα. Αλλά και ως Δίκαιος δεν αδιαφορεί για την ελεύθερη ανταπόκρισή τους. Έτσι, δεν είναι μόνο ο αγαθός Νομοθέτης, αλλά και ο άγρυπνος φρουρός της ηθικής τάξεως, την οποία συγκρατεί με την αμοιβή του αγαθού και την τιμωρία του κακού. Η πρώτη ενέργεια της δικαιοσύνης του Θεού ως αμοιβής ή τιμωρίας είναι έμμεση, με τη «φυσική» συσχέτιση απ’ το Θεό αγαθότητας και μακαριότητας, κακίας και δυστυχίας (πρβλ. Ρωμ. 2, 9-12). Ωστόσο, ενεργεί και άμεσα η δικαιοσύνη του Θεού στον άνθρωπο, κυρίως ως θετική αμοιβή του αγαθού και ως αρνητική τιμωρία του κακού (παραχώρηση, μερική εγκατάλειψη). Και τούτο χάρη στην άπειρη ευσπλαγχνία και μακροθυμία του Θεού προς τους αμαρτωλούς.

Η τέλεια δικαιοσύνη του Θεού, και μάλιστα ως απροσωποληψία, διδάσκεται ιδιαίτερα τόσο στην Π., όσο και στην Κ.Δ. «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον Αυτού» (Ψαλμ. 10, 7). Την πλήρη όμως απόδοση της δικαιοσύνης και το θρίαμβό της ο Θεός επιφυλάσσει για τον άνθρωπο μετά θάνατον και στην τελική δικαιοκρισία της Δευτέρας Παρουσίας του Θεανθρώπου. Για την παρούσα ζωή ο Ίδιος είπε ότι «ουκ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ Αυτού». Η παρούσα μορφή κρίσεως, που θα είναι και το κύριο κριτήριο μαζί με την αγάπη, είναι η πίστη ή η απιστία στο Θεάνθρωπο (Ιω. 3, 17-21).

δ. Η αγάπη του Θεού.
Η καθαυτό ελεύθερη ενέργεια και το κίνητρο του Ακτίστου Θεού να δώσει την ύπαρξη σε κτιστά όντα, και μάλιστα προσωπικά, και να μεταδώσει σ’ αυτά από την άπειρη αγαθότητα, τελειότητα και μακαριότητά Του, αυτή είναι η θεία αγάπη ως ιδίωμα υποστατικό και προσωπικό του Θεού. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού είναι πρώτα αυτοαγάπη, ως ομοούσια «κοινωνία»και ασύγχυτη ένωση των Τριών Προσώπων του Ενός Τρισυποστάτου Θεού. Αλλ’ έπειτα είναι και ακτινοβολία αγάπης σ’ όλα τα κτίσματα.

Ως προς τον κόσμο όμως «η υπερβάλλουσα της γνώσεως αγάπη» του Θεού (Εφεσ. 3, 19) κορυφώθηκε με τη φανέρωσή της ως Ενσαρκωμένης και Εσταυρωμένης Αγάπης. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3, 16)΄.

ΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ : 1.Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

1. Η Δημιουργία του πνευματικού κόσμου
α. Οι Άγιοι Άγγελοι
Πριν απ’ τον υλικό Κόσμο ο Θεός εδημιούργησε «εκ του μηδενός», τον πνευματικό ή αγγελικό κόσμο, δηλ. κτιστά προσωπικά όντα, αλλά πνευματικά, άυλα, νοερά και ασώματα.

Γι’ αυτό και οι Άγιοι Άγγελοι απ’ τη φύση τους ονομάζονται Άυλες, Νοερές και Ασώματες Δυνάμεις ή Νόες, ενώ απ’ το έργο τους το αναφερόμενο στον πνευματοϋλικό άνθρωπο ονομάζονται Άγγελοι, δηλ. αγγελιαφόροι και διάκονοι του αγαθού και σωστικού θελήματος του Θεού. «…πάντες εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. 1, 14). Όλοι οι Άγγελοι εδημιουργήθηκαν αγαθοί, όπως και όλα τα κτιστά όντα, αλλ’ όχι και αναλλοίωτοι και άτρεπτοι, «έχοντες εξουσίαν και μένειν και προκόπτειν εν τω αγαθώ και επί το χείρον τρέπεσθαι» (Άγ. Ιω. Δαμασκηνός). Ακριβώς μάλιστα το «χείρον» ή το «κακόν», που δεν είναι ουσία αυθυπόστατη, αλλ’ απουσία και στέρηση του αγαθού, έλαβε αρχή και υπόσταση προσωπική με την κατάχρηση του δώρου της αυτεξουσιότητας και ελευθερίας απ’ τον πριν αρχάγγελο Εωσφόρο. Αντίθετα, όλοι οι Άγγελοι που θεληματικά και ελεύθερα δεν τον ακολούθησαν στην «εωσφορική» αποστασία του απ’ το Δημιουργό τους, «κατά χάρη», δηλ. όχι «φύσει», έγιναν άτρεπτοι προς το κακό, επιδεκτικοί όμως προκοπής και τελειότητας στο αγαθό.

Το πρώτο και κύριο έργο των Αγίων Αγγέλων είναι η υμνωδία και η δοξολογία του Τριαδικού Θεού. Μόνο μια ιδέα μπορούμε να λάβουμε του απερίγραπτα μεγαλειώδους και τερπνού αυτού έργου από συμβολικές περιγραφές της Α.Γ. Ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε στο Δίκαιο Ιώβ (38, 7): «Ότε εγενήθησαν άστρα (= το αστρικό Σύμπαν), ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες Άγγελοί μου», που είχαν ήδη δημιουργηθεί. Απ’ τα θεία οράματα των Αγίων Προφητών και Αποστόλων και από άλλα χωρία της Α.Γ. γνωρίζουμε επίσης ότι δυσεξαρίθμητο πλήθος Αγίων Αγγέλων, «μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων» (Αποκ. 5, 11), περιβάλλουν το φρικτό και πύρινο θρόνο του Θεού, που υμνούν «ακαταπαύστοις στόμασιν, ασιγήτοις δοξολογίαις» (θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Κατά τη θεία Γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού «εξαίφνης εγένετο συν τω Αγγέλω (προς τους Ποιμένες) πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων· δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 13-14).

Έτσι, ενώ δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των Αγίων Αγγέλων, γνωρίζουμε όμως τη διάκρισή τους σε εννέα Τάξεις ή Τάγματα, ανά τρία:

Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι

Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες

Χερουβείμ, Σεραφείμ, Θρόνοι

Με τα προσωπικά τους ονόματα είναι γνωστοί μόνο οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ (=ποιος είναι σαν το Θεό;), Γαβριήλ (=άνθρωπος του Θεού) και Ραφαήλ (=ο Θεός θεραπεύει).

Εξάλλου δεύτερο έργο των Αγίων Αγγέλων είναι η αναγγελία του θελήματος του Θεού στους ανθρώπους και η προστασία τους γενικά απ’ τους κακοποιούς Δαίμονες. Πλείστα χωρία της Α.Γ. μαρτυρούν την αποστολή Αγγέλων, με μορφή ανθρώπων νέων συνήθως ή και ζώων, για ν’ ανακοινώσουν το συγκεκριμένο θέλημα του Θεού στους ανθρώπους. (Οι τρεις Άγγελοι που φιλοξένησε ο Αβραάμ, που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα· ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στον πατέρα του Τιμίου Προδρόμου Ζαχαρία, στην Υπεραγία Θεοτόκο - Ευαγγελισμός· κατά την Ανάσταση και Ανάληψη του Χριστού κλπ.). Κατά τη ρητή διδασκαλία της Α.Γ. υπάρχουν και Άγγελοι Φύλακες Εθνών, Εκκλησιών, πόλεων κλπ., αλλά και προσωπικός Φύλακας Άγγελος του κάθε ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος διαπράττει το αγαθό, προς το οποίο αόρατα και αβίαστα τον παρακινεί ο Φύλακας Άγγελος, χαίρει και «εν ουρανοίς διαπαντός βλέπει το Πρόσωπον του Πατρός» Θεού. Επίσης «χαρά γίνεται ενώπιον των Αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Ματθ. 18, 10, Λουκ. 15, 10). Το αντίθετο συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος διαπράττει το κακό. «Ως γαρ τας μελίσσας καπνός φυγαδεύει και τας περιστεράς εξελαύνει δυσωδία, ούτω και τον φύλακα της ζωής ημών Άγγελον η πολύδακρυς και δυσώδης αφίστησιν αμαρτία» (Μ. Βασίλειος).

Κατά την ώρα επίσης του θανάτου Άγγελοι παραλαμβάνουν την αγαθή ψυχή, που προστατεύουν απ’ τους Δαίμονες και την οδηγούν ενώπιον του Θρόνου του Θεού.

Τέλος, στους Αγίους Αγγέλους, όπως όρισε και η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, αποδίδουμε τιμή (όχι λατρεία, που ανήκει μόνο στο Θεό), απευθύνουμε επίκληση και εικονίζουμε ως νέους ανθρώπους με φτερά, αφιερώνουμε σ’ αυτούς Ιερούς Ναούς και εορτάζουμε με Εορτές και Ύμνους,. (Κυρία εορτή η 8η Νοεμβρίου: «Η Σύναξις των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων Δυνάμεων»).

Καθημερινά η Εκκλησία μας προτρέπει να ζητούμε από τον Κύριο των Αγγέλων: «Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα». Επίσης καθημερινά προ του ύπνου ο πιστός παρακαλεί το Φύλακα Άγγελό του με την ωραία Ευχή: «Άγιε Άγγελε… σκέπασόν με εν τη παρούσα νυκτί και διαφύλαξόν με από πάσης επηρείας του αντικειμένου…» (Βλ. στο Μικρό Απόδειπνο).

β. Οι πονηροί δαίμονες
Σύμφωνα με τη ρητή διδασκαλία της Α.Γ. και της Ι.Π. οι πονηροί Δαίμονες ήσαν πριν Άγγελοι με Αρχάγγελο τον Εωσφόρο (=άστρο της αυγής). Αλλ’ ο Εωσφόρος και άγνωστος σ’ εμάς αριθμός Αγγέλων δεν «ετήρησαν την εαυτών αρχήν» (Ιούδα 6), δηλ. δεν ηθέλησαν να παραμείνουν κοντά στον Αγαθό Δημιουργό τους μετέχοντας αιώνια στη μακαριότητά Του. Αντίθετα, εφθόνησε ο Εωσφόρος την άπειρη δόξα του Θεού και με αλαζονεία και υπερηφάνεια ηθέλησε ν’ αποστατήσει απ’ Αυτόν, να στήσει το θρόνο του «επάνω των αστέρων του ουρανού» και να γίνει θεός «όμοιος τω Υψίστω» (Ησ. 14, 13-14). Αλλ’ όταν ηθέλησε και να πραγματοποιήσει τη βλάσφημη βουλή του, μαζί με τους Αγγέλους που την εδέχθηκαν, «εζοφώθησαν» και «εταρταρώθησαν», δηλ. ακαριαία έγιναν σκοτεινοί και «ως αστραπή εκ του ουρανού έπεσον» στην «άβυσσο» και έγιναν οι πονηροί «άγγελοι της αβύσσου»! (Ιούδα 6, Β΄ Πέτρ. 2, 4, Λουκ. 10, 18, Αποκ. 9, 1-11).

Το να γινόταν βέβαια το κτίσμα ίσο και όμοιο με τον Άκτιστο Κτίστη του, χωρίς τη θέληση και τη δύναμή Του, αλλ’ αντίθετα μακριά απ’ Αυτόν και εχθρικά προς Αυτόν, αυτό ήταν και είναι απόλυτα αδύνατο! Το φοβερότερο όμως ήταν ότι ο Εωσφόρος και οι ακόλουθοί του άγγελοι, όταν απέτυχαν στο αλαζονικό τους σχέδιο, δεν εταπεινώθηκαν. «Φθόνος γαρ ουκ οίδε προτιμάν το συμφέρον»!. Έτσι, αφού αρνήθηκαν εκούσια το αγαθό, τόσο «επί το χείρον ετράπησαν», ώστε έγιναν εκούσια «άτρεπτοι» απ’ το κακό, που έκαμαν υπόστασή τους και έγιναν οι αιώνιοι φορείς του. Τόσο μάλιστα διαστράφηκε η φύση τους, ώστε από φθόνο στο αγαθό και καλό να είναι μισόκαλοι και χαιρέκακοι αιώνια, εχθροί και αντικείμενοι στο αγαθό. Και επειδή ούτε τον Άπειρο Θεό ούτε τους Αγίους Αγγέλους ημπορούσαν να βλάψουν, έστρεψαν ύστερα το φθόνο τους στον αγαθό και ευτυχισμένο πριν απ’ την πτώση του άνθρωπο, τον οποίο και με διαβολή κατά του Θεού παρέσυραν στην έκπτωση από το Θεό. Και αυτό το έκαμε αιώνιο έργο του ο Διάβολος και οι «άγγελοί» του, ο Αντικείμενος – Σατανάς (εβρ. Σατάν): «Ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ. 5, 8).

Αλλ’ αν ο Πανάγαθος δεν ηθέλησε και δεν θέλει ν’ αφαιρέσει το δώρο της ελευθερίας απ’ τα λογικά κτίσματα και έτσι να εξαφανίσει το «κακό», σ’ όσους θέλουν και αγωνίζονται ν’ απαλλαγούν απ’ αυτό και τις συνέπειές του προσφέρει το παν! Η ιστορία της θ. Αποκαλύψεως, που κορυφώνεται με την Ενανθρώπηση του Θεανθρώπου Λυτρωτή, δεν είναι παρά η ιστορία των θείων ενεργειών για τον περιορισμό του Κακού–Διαβόλου με το θείο νόμο της ελευθερίας. «Εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του Διαβόλου» (Α΄ Ιω. 3, 8). Η «εκβολή» των Δαιμονίων, δηλ. η θεραπεία των δαιμονιζομένων που έκαμε ο Θεάνθρωπος (και που συνεχίζεται στην Εκκλησία του με τη δύναμή Του) έχει σημάνει την «κρίση» και το τέλος του κράτους του Διαβόλου. Προ του κοσμοσωτηρίου Πάθους Του είπε ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής: «Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω»! (Ιω. 12, 31). Με την ακατάβλητη δύναμη της πίστεως ο πιστός όχι μόνο μπορεί ν’ αντισταθεί, αλλά και να «εκβάλη» δαιμόνια. Έτσι, ενώ ο Απ. Πέτρος παρομοίασε το Διάβολο με «λέοντα ωρυόμενον», πρόσθεσε: «ω αντίστητε στερεοί τη πίστει» (στ. 9). Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος συνιστά: «Υποτάγητε ουν τω Θεώ. Αντίστητε τω Διαβόλω και φεύξεται αφ’ υμών» (Ιακ. 4, 7).

2. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η δημιουργία του υλικού κόσμου.
α. «Εξαήμερη» δημιουργία.
Οι βασικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεώς μας για τη δημιουργία του υλικού σύμπαντος περιέχονται στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Α.Γ., δηλ. τη Μωσαϊκή «Γένεση», και συνοψίζονται ακριβέστατα στο πρώτο ημιστίχιό του, όπως και στο πρώτο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεώς μας. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην», γράφει ο θεόπνευστος προφήτης Μωυσής (ΙΔ΄ αι. π.Χ.). «Πιστεύω εις Ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων», ερμηνεύει και διατυπώνει η Εκκλησία μας. Αυτά αναλύονται στα εξής:

1. Ο πνευματικός και υλικός Κόσμος, δηλ. πάντα τα αόρατα και τα ορατά, εκτός μόνο του Υπερκοσμίου και Απείρου Θεού, έχουν αρχή χρονική, που είναι ακριβώς η «στιγμή» της δημιουργίας τους. Ο χρόνος και ο χώρος αρχίζουν με τη δημιουργία του Κόσμου, με την οποία είναι αλληλένδετα.

2. Ο Κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού «εξ ουκ όντος» ή «εκ του μηδενός» και όχι από προϋπάρχουσα ύλη. Προαιώνια ύπαρξη της ύλης δεν υπάρχει. «Αυτός είπε, και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148, 5)

3. Η δημιουργία του Κόσμου γίνεται σταδιακά σε έξι «ημέρες» - περιόδους και από τα ατελέστερα και απλούστερα προς τα τελειότερα και συνθετότερα με ανώτατο δημιούργημα τον πνευματοϋλικό άνθρωπο.

4. Υπάρχει ενιαία μορφή, νομοτέλεια και σκοπιμότητα στη δημιουργία, που δεν εξηγούνται από τυφλούς και άτεγκτους φυσικομηχανικούς νόμους. Ιδιαίτερα μάλιστα η ζωή και εξέλιξη των εμβίων όντων προϋποθέτουν Δημιουργό-Νου, Προνοητή και Κυβερνήτη.

5. «Αυτόματη γένεση ζωής» από τυχαία ένωση των μορίων και ατόμων της ανόργανης ύλης δεν υπάρχει. Είναι «υπόθεση» και «θεωρία», που δεν γίνεται ομόφωνα αποδεκτή από τις ειδικές Επιστήμες. Εκείνο που μας διαβεβαιώνει η θ. Αποκάλυψη είναι ότι ο Θεός εδημιούργησε το φυτικό και ζωικό βασίλειο με νέα παρέμβασή Του στην ήδη δημιουργημένη από Αυτόν ύλη «κατά γένος και καθ’ ομοιότητα» (Γεν. 1, 11). Οι Χριστιανοί αποδεχόμαστε με ευγνωμοσύνη όσα οι ειδικές Επιστήμες ανακαλύπτουν σχετικά με τις δυνάμεις και δυνατότητες με τις οποίες επροίκισε ο Θεός την ύλη, η οποία και οδεύει προς τη μεταμόρφωσή της εν Χριστώ. «Ότι εν Αυτώ εκτίσθη τα πάντα… δι’ Αυτού και εις Αυτόν έκτισται» (Κολασ. 1, 16).

6. Μετά τη συντέλεση της εξαήμερης δημιουργίας του Κόσμου απ’ το Θεό, η δημιουργία συνεχίζεται και διανύει την εβδόμη «ημέρα» - περίοδό της. Η συνέχεια συντελείται με τους νόμους που έθεσε ο Θεός και με την Πρόνοια, Συντήρηση και Κυβέρνηση του Κόσμου. «Πώς δε έμεινεν αν τι, ει μη Συ ηθέλησας, ή μη κληθέν υπό Σου διετηρήθη;» (Σ. Σολ. 11, 25). «Διατείνει δε από πέρατος εις πέρας ευρώστως και διοικεί τα πάντα χρηστώς» (Σ. Σολ. 8, 1).

Στην Πρόνοια και Κυβέρνηση του Κόσμου απ’ το Θεό υπάγονται και τα θαύματα, που δικαιολογεί απόλυτα η ελευθερία του Θεού και του ανθρώπου, αλλά και η δημιουργία του υλικού Κόσμου χάρη ακριβώς του ανθρώπου. Τα θαύματα της θείας Αποκαλύψεως, και μάλιστα της θείας Ενανθρωπήσεως του Ιδίου του Θεού χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου, είναι μία αναδημιουργία και ανακαίνιση του Κόσμου. Ο περιορισμός της θείας Παντοδυναμίας σε ό,τι «κρίνει» ο άνθρωπος ορθό σημαίνει κατάργησή Της και έμμεση απιστία και βλασφημία. «Ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. 22, 32). Είναι ο Ζων και Ενεργών και Σώζων πάντοτε.

β. «Εξαήμερος» και Επιστήμη.
Αν και η Α.Γ. δεν είναι επιστημονική διατριβή αλλά θρησκευτικό βιβλίο, που αποβλέπει στη στενότερη σχέση του ανθρώπου με το Δημιουργό του και τη σωτηρία, ωστόσο ό,τι γράφει είναι πάντοτε αληθινό. Έτσι, ό,τι πιστεύουμε είναι αλήθεια και ό,τι είναι αλήθεια αυτό και πιστεύουμε. Αυτό ισχύει και για τη Μωσαϊκή Εξαήμερο, που θαυμάζουν και αναγνωρίζουν παλαιότεροι και σύγχρονοι κορυφαίοι ειδικοί επιστήμονες. Έτσι, όχι μόνο στα γενικά (ο Κόσμος έχει αρχή, εδημιουργήθηκε «εκ του μηδενός» από Δημιουργό-Νου, που τον κατευθύνει σ’ ένα σκοπό κλπ.), αλλά και στη σειρά και εξέλιξη της δημιουργίας του Σύμπαντος συμφωνούν οι αληθινοί επιστήμονες με την Α.Γ. και παραπέμπουν σ’ αυτή.

Ιδού τι ομολογούν κορυφαίοι επιστήμονες για τη Μωσαϊκή «Εξαήμερο»:

«Ο Μωυσής ή είχε τόση βαθειά πολυμάθεια στις επιστήμες, όση είναι η του αιώνα μας, ή ήταν θεόπνευστος» (A. Ampere, ?1836, μέγας Γάλλος φυσικομαθηματικός).

«Εάν έπρεπε να συνοψίσω σε σαράντα γραμμές τα αυθεντικότερα πορίσματα της Γεωλογίας, θα αντέγραφα το κείμενο της Γενέσεως, δηλ. την ιστορία της δημιουργίας όπως την έγραψε ο Μωυσής» (Α. Lapparent, ?1908, Γάλλος γεωλόγος και ακαδημαϊκός).

Τα ίδια επαναλαμβάνουν και σύγχρονοι κορυφαίοι επιστήμονες, όπως ο Γερμανός καθηγητής της Παλαιοντολογίας Huene, ο Αμερικανός Πρόεδρος της Ακαδημίας των Θετικών Επιστημών Ν. Υόρκης Α. Morrison κ.ά. Αλλά και οι Έλληνες Καθηγητές Αστρονομίας: Δ. Αιγινήτης, Στ. Πλακίδης, Δημ. Κωτσάκης, Γεώργ. Κοντόπουλος. (Όπως έχουμε αναφέρει, υπάρχουν πολλά βιβλία που ασχολούνται με το θέμα: «Θρησκεία και Επιστήμη» ή παρόμοια, όπου μπορεί να ιδεί ο ενδιαφερόμενος πλείστες σχετικές γνώμες, πορίσματα ερευνών κλπ.).

3.H ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η δημιουργία του ανθρώπου

α. Ιδιαίτερος τρόπος δημιουργίας.
Η υλική δημιουργία ολοκληρώνεται την έκτη δημιουργική ημέρα με τελευταία δημιουργήματα τα «τετράποδα και ερπετά και θηρία της γης» και κλείνει με τη θεία σφραγίδα: «Και είδεν ο Θεός ότι καλά» (Γεν. 1, 24-25). Αλλ’ όμως δεν συμπεριελήφθηκε σ’ αυτά και ο άνθρωπος. Γι’ αυτόν ο Δημιουργός Θεός επιφυλάσσει ιδιαίτερο χρόνο και τρόπο δημιουργίας, επειδή θα υπερέχει απ’ όλα τα κτίσματα, τα επίγεια και τα ουράνια, και θα είναι ακριβώς «επίγειος άμα και ουράνιος…, σύνδεσμός τις ων ακριβής εκατέρας της κτίσεως» (Αγ. Γρηγ. Θεολ., PG 36, 182).

Ενώ λοιπόν για τη δημιουργία του ουρανού, της γης «και πάντων των εν αυτοίς» (Ψαλμ. 145, 6) ο Θεός απλώς «είπε, και εγενήθησαν» (Ψαλμ. 148, 5), για να δημιουργήσει τον άνθρωπο, αποκαλύπτει αμυδρά την Τριαδική του Φύση και παρουσιάζεται ότι συσκέπτεται:

«Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν…» (Γεν. 1, 26). «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2, 7).

1. «Κατ’ εικόνα Θεού».
Εικόνα σημαίνει ομοίωμα κάποιου πρωτοτύπου, που εδώ είναι ο Θεός, ενώ εικόνα-ομοίωμά Του είναι ο άνθρωπος. Είναι όμως αυτονόητο πως το πρωτότυπο εδώ δεν εννοείται με αισθητή μορφή, αφού ο Θεός είναι άυλος και ασώματος, απόλυτο Πνεύμα. Πρόκειται λοιπόν για πνευματική ομοιότητα, αλλά και πάλι με σχετική έννοια. Θα έχει ο άνθρωπος πνευματικές ιδιότητες, που μόνος ο Θεός έχει, αλλ’ ούτε όλες τις θείες ιδιότητες θα έχει ο άνθρωπος ούτε και σε τέλειο βαθμό. Θα είναι ωστόσο χάρη σ’ αυτές ανώτερος απ’ όλα τα άλλα υλικά κτίσματα και επιδεκτικός προόδου και τελειότητας. Η ομοιότητα αυτή θα έγκειται στην πνευματική φύση της ψυχής του ανθρώπου, στην ηθική του συνείδηση. Εδώ η θεία πνοή, σαν σφραγίδα, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα, αποτύπωσε στον άνθρωπο το λογικό και το αυτεξούσιο, που είναι η ουσία της ψυχής του ανθρώπου ως προσώπου. Η ψυχή του ανθρώπου δηλ. είναι ουσία κτιστή, το κτιστό αποτέλεσμα της άκτιστης θείας ενεργείας ως «πνοής», με χρονική αρχή υπάρξεώς της τη στιγμή της δημιουργίας της. Αλλ’ όμως η ουσία της ψυχής ως θεία πνοή είναι άυλη, νοερή, λογική και αυτεξούσια και αθάνατη. Ο άνθρωπος είναι μια μικρογραφία των γνωστικών – λογικών και των ηθικών ιδιωμάτων του Θεού. Χάρη σ’ αυτά και μ’ αυτά τα ιδιώματα ο άνθρωπος εξουσιάζει την υλική δημιουργία, τελειοποιείται ο ίδιος, αλλά και την υλική κτίση οδηγεί σε σχετική και προοδευτική τελειότητα, ως σύνδεσμος πνευματοϋλικός του πνευματικού και του υλικού κόσμου.

Ωστόσο, το «κατ’ εικόνα» της ψυχής αντανακλά και στο σώμα του ανθρώπου, που γι’ αυτό διακρίνεται ασύγκριτα από τα σώματα όλων των άλλων ζώων. Αυτά είναι απλώς «άλογα» ζώα ή έμβια και κατευθύνονται από τα ένστικτα, με τα οποία τα επροίκισε ο Θεός χάρη του ανθρώπου. Αυτή τη βαθύτατη και ανυπολόγιστη σε τιμή και αξία για τον άνθρωπο έννοια έχει ο ιδιαίτερος τρόπος δημιουργίας του ανθρώπου και κατά το σώμα, ώστε να είναι αντάξιο κατοικητήριο της ψυχής ως θείας πνοής. «Το σώμα ημών ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχομεν από Θεού» (Α΄ Κορ. 6, 19). Επλάσθηκε και αυτό «καλόν λίαν», αθάνατος ναός της αθάνατης ψυχής, και όχι δεσμωτήριό της ή έδρα του κακού, όπως λέγει ο Πλάτων και οι έξω από τη θ. Αποκάλυψη φιλοσοφίες και θρησκείες (Βουδδισμός κλπ.).

2. «Καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Αχώριστο κατά το θείο σχέδιο απ’ το «κατ’ εικόνα» είναι το «καθ’ ομοίωσιν». «Το δε καθ’ ομοίωσιν την της αρετής κατά το δυνατόν ομοίωσιν δηλοί» (Αγ. Ιωάν. Δαμ., PG 94, 920). Το «κατ’ εικόνα» είναι ασφαλώς μεγαλειώδες και μοναδικό προσόν του ανθρώπου, που τον διακρίνει απ’ όλα τ’ άλλα όντα της γης. Ωστόσο, αν ο άνθρωπος δεν είχε τη δυνατότητα να ποθεί και να τείνει όλο και περισσότερο προς το τέλειο, δεν θα ήτα τέλειο πρόσωπο, «κατ’ εικόνα» της Αγίας Τριάδος. Και βέβαια ποτέ δεν μπορεί το πλάσμα να γίνει άπειρο και τέλειο, όπως ο απειροτέλειος Θεός, μπορεί όμως να γίνεται τελειότερο. Η δυνατότητα αυτή είναι η ανώτατη μορφή μακαριότητας, «η τελειότης», και ανταποκρίνεται προς την ελευθερία του ανθρώπου, που δεν θέλει περιορισμούς. Αν υπήρχε περιορισμός, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μακαριότητα, για αγαθό: «παν αγαθόν τη εαυτού φύσει όρον (=όριο) ουκ έχει» (Αγ. Γρηγ. Νύσ., PG 44, 300D).

Ακριβώς αυτό εκφράζει το «καθ’ ομοίωσιν», που, ενώ σαν πόθος και δυνατότης είναι έμφυτο, θεία δωρεά, σαν πραγματικότητα εξαρτάται πάντοτε από το ελεύθερο πρόσωπο. Πρέπει θεληματικά και ελεύθερα ο άνθρωπος να εκλέξει και να πράξει το αγαθό, για να είναι η μακαριότητά του πραγματική. Έτσι στο «κατ’ εικόνα» δόθηκε ένα απέραντο στάδιο ελεύθερης πορείας και δράσεως προς το «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Η πορεία και η δράση αυτή θα γινόταν και γίνεται πάντοτε μέσα στο θείο σχέδιο και με τη χάρη του Θεού, αλλά και την ελεύθερη εκλογή και δράση του ανθρώπου.

β. «Αρχέγονος δικαιοσύνη».
Σαν έκφραση και «διάκοσμο» του «κατ’ εικόνα», για να φθάσει ο άνθρωπος στο «καθ’ ομοίωσιν», ο Δωρεοδότης Θεός του εχάρισε και τα εξής πέντε κύρια χαρίσματα ή δώρα, που χαρακτηρίζονται ως «αρχέγονος δικαιοσύνη» ή τελειότητα της προπτωτικής καταστάσεως και παραδείσιας ζωής του ανθρώπου. Βέβαια, η τελειότητα αυτή ήταν ακόμη σχετική, γιατί ήταν επιδεκτική αναπτύξεως, εφόσον ο άνθρωπος θα έκανε καλή χρήση της ελευθερίας του και θα καλλιεργούσε τις διάφορες αρετές. Τα πέντε θεία χαρίσματα ήσαν τα εξής:

1. Η κυριαρχία επί της φύσεως, όλων των όντων της γης, το «κατακυριεύσατε… πάσης της γης» (Γεν. 1, 28).

2. Ένας ανώτερος βαθμός αυτογνωσίας, γνώσεως του κόσμου και του Θεού. Η γνώση και η σοφία αυτή ήταν επιδεκτική αυξήσεως και ήταν και είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου.

3. Η απάθεια του σώματος, η έλλειψη δηλαδή κάθε πόνου, αρρώστιας, θλίψεως και κόπου, ώστε η μακαριότητα του ανθρώπου να είναι πλήρης, αλλά και επιδεκτική αυξήσεως.

4. Η έλλειψη κάθε κακής επιθυμίας, το ότι δηλαδή ο άνθρωπος ως προς το σώμα και την ψυχή ήταν «καλός λίαν» και αγαθό δημιούργημα αγαθού Δημιουργού.

5. Τέλος, το σπουδαιότερο δώρο στον άνθρωπο ήταν η δυνατότητα της αθανασίας και αφθαρσίας, που όμως ήταν συνδεδεμένη άμεσα με το αυτεξούσιο του ανθρώπου και η προϋπόθεση για τη διατήρηση και ανάπτυξη όλων των παραπάνω δώρων.

Όλα αυτά τα θεία δώρα, σαν έκφραση και καρποφορία του «κατ’ εικόνα», ήταν ο πραγματικός «παράδεισος της τρυφής» και η διατήρηση και επαύξησή τους το «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Και ακριβώς, η επαύξηση αυτή, που θα γινόταν με τη θέληση και ελεύθερη παραμονή του ανθρώπου κοντά στην πηγή της υπάρξεως και μακαριότητάς του, το Θεό, θα τον οδηγούσε στον ανώτερο δυνατό βαθμό μακαριότητας για το κτίσμα, δηλ. στο «καθ’ ομοίωσιν Θεού», την κατά χάρη θέωσή του.

4. Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η αμαρτία και πτώση του ανθρώπου.
α. Τα αίτια της αμαρτίας-πτώσεως.
Ο Πανάγαθος Δημιουργός τη διαφύλαξη και επαύξηση των δωρεών Του στα λογικά και αυτεξούσια όντα, τους Αγγέλους και τους ανθρώπους, θέλησε να εξαρτήσει από την ελεύθερη θέλησή τους. Βέβαια, η άκτιστη θεία Του Χάρη, που είναι η «ουσία των όντων και ζωή των ζώντων» (Αγ. Γρηγ. Παλαμάς), δεν θα τους εγκατέλειπε ποτέ. Μάλιστα για υποβοήθηση του ανθρώπου, για σταθεροποίηση της θελήσεώς του στο αγαθό θέλημά Του, αλλά και για έμπρακτη απόδειξη της αγάπης και εμπιστοσύνης του σ’ Αυτόν, του έδωσε μια συγκεκριμένη Εντολή:

«Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων· από παντός ξύλου του εν τω Παραδίσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού· η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2, 16-17).

Μέχρι τη στιγμή αυτή οι Πρωτόπλαστοι βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία με το Θεό, με τον εαυτό τους και τη λοιπή κτίση, που εξουσίαζαν. Όλα ήσαν «καλά λίαν».

Αλλ’ έρχεται ο μισόκαλος Διάβολος, για να κλονίσει ακριβώς το ζητούμενο, την εμπιστοσύνη στο Θεό. Το αισθητό σύμβολο για να δείξει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και υπακοή του στο Θεό ήταν η Εντολή, και αυτήν διαβάλλει ο Διάβολος:

«Τι ότι είπεν ο Θεός ου μη φάγητε από παντός ξύλου του Παραδείσου;» (Γεν. 3, 1).

Δεν ήταν αυτή η εντολή του Θεού. Αυτό το γνωρίζει η Εύα και γι’ αυτό στην πρώτη προσβολή αντικρούει το Διάβολο. Αλλ’ ενώ εκείνος συνεχίζει πειράζων και ψευδόμενος, δυστυχώς συνεχίζει να τον ακούει και η Εύα! Γι’ αυτό τώρα θα τη δελεάσει με τον έμφυτο πόθο του «καθ’ ομοίωσιν». Έτσι, παρ’ όλο που ο Διάβολος ψευδόμενος αντιστρέφει την Εντολή και παρουσιάζει ψευδόμενο το Θεό (!), η Εύα συνεχίζει να τον προσέχει, δελεάζεται, σκοτίζεται και παραβιάζει την Εντολή του Θεού! Υπακούει στο Διάβολο, ατενίζει τον «ωραίο» καρπό και τρώγει μαζί με τον Αδάμ ελπίζοντας να γίνουν θεοί… Αλλ’ έγιναν «γυμνοί» απ’ όλα εκείνα τα χαρίσματα της παραδείσιας μακαριότητας.

Είτε κυριολεκτικά είτε συμβολικά ερμηνευθούν οι λόγοι περί δένδρου και καρπού, ο πειρασμός, ο κλονισμός και η πτώση του ανθρώπου είναι γεγονός και η ουσία της αμαρτίας είναι μία: απιστία και παρακοή στο Θεό, υπακοή στον πειραστή Διάβολο και ικανοποίηση της φιλαυτίας, είτε ως ηδονής, δια των οφθαλμών και της κοιλίας, είτε ως φιλοδοξίας, όπως στους δαίμονες.

Το φοβερότερο όμως ήταν –και είναι- ότι οι Πρωτόπλαστοι, μετά την αμαρτία ή, έστω μετά το δίκαιο έλεγχό τους απ’ το Θεό, δεν σπεύδουν να ζητήσουν συγχώρηση, δεν μετανοούν καταφεύγοντας στην άπειρη αγάπη του Θεού-Πατέρα τους! Αντίθετα, ευρύνουν το τραύμα και το χάσμα της αμαρτίας τους με τη δικαιολογία – αντιλογία και μάλιστα την έμμεση επίρριψη ευθύνης στο Θεό: «Η γυνή, ην έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου και έφαγον», απαντά ο Αδάμ στην ερώτηση του Θεού, που δεν εσήμαινε άγνοια, αλλ’ υποβοήθηση για μετάνοια. «Ο όφις ηπάτησέ με και έφαγον», απαντά και η Εύα, δηλ. «το δημιούργημά Σου και άρα Συ ο Δημιουργός του»! (Γεν. 3, 12-13). Η αμαρτία δηλ. ως αστοχία και αποτυχία της επιδιωκομένης αυτονομίας, γίνεται αυθάδεια απέναντι στη Θεονομία!

β. Εξωβιβλικές παραδόσεις για την πτώση του ανθρώπου.
Δεν είναι όμως μόνο η Γένεση και γενικά η θ. Αποκάλυψη που θεωρεί και παραδίδει την πτώση των Πρωτοπλάστων ως την αρχή και ρίζα της κακοδαιμονίας του. Όλες οι αρχαίες παραδόσεις των λαών και όλες οι μυθολογίες τους αρχίζουν την περιγραφή τους από κάποιον «χρυσούν αιώνα», απ’ τον οποίο εξέπασαν οι άνθρωποι εξαιτίας κάποιας επαναστάσεως ή απάτης και προσβολής του Θεού ή των θεών απ’ τον άνθρωπο. Οι παραδόσεις των Ασσυροβαβυλωνίων, των Αιγυπτίων, των Ινδών, των Σινών, των Μογγόλων, των Σκανδιναβών, αλλά και των Προκολομβιανών της Αμερικής με παραλλαγές συμπίπτουν στο σημείο αυτό. Υπάρχει μάλιστα και η παρεμβολή, όπως και η παράσταση σε ευρήματα του «όφεως». Στην καθαρότερή τους μορφή διασώζονται οι παραδόσεις αυτές στην Ελληνική Μυθολογία (Όμηρος, Ησίοδος κ.ά.) και μάλιστα στους γνωστούς μύθους της Πανδώρας και του Προμηθέα.

γ. Τα αποτελέσματα της αμαρτίας.
α. Ο θάνατος και το φυσικό κακό.
Ως περιεκτική συνέπεια της αμαρτίας ο Θεός είχε εξαγγείλει το «θάνατο», που είναι πνευματικός και σωματικός, προσωρινός και αιώνιος, όπως και η φύση του ανθρώπου. Βέβαια ο θάνατος αυτός ήταν δυνατό να είναι ακαριαίος και απόλυτος, δηλ. να σημάνει τον εκμηδενισμό του ανθρώπου, αφού η ύπαρξή του και η ζωή του οφείλονται στη θεία Χάρη, την «ουσία των όντων και ζωή των ζώντων». Αν θελήσει ο Θεός απ’ τα κτίσματα ν’ «αντανέλη το πνεύμα αυτών», αυτόματα «και εκλείψουσι», θα εκμηδενισθούν! (Ψαλμ. 103, 29). Εντούτοις, αφού τα πονηρά πνεύματα και ο άνθρωπος, χάρη στο δώρο της ελευθερίας, προτίμησαν την αυτονομία, όπως ο Άσωτος της Παραβολής, ο Αγαθός Θεός ούτε την ύπαρξή τους ανακάλεσε και αναίρεσε («αντανείλεν»), αλλ’ούτε και την ελευθερία τους. Έτσι ο άνθρωπος με τον εκούσιο χωρισμό του απ’ το Θεό εξήλθε απ’ τον Παράδεισο, τη ζωή της μακαριότητας, και εισήλθε «εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ματθ. 4, 16), του πνευματικού πρώτα και πραγματικού θανάτου. Γιατί ο σωματικός, ο λεγόμενος «φυσικός» θάνατος, καίτοι είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι αγαθή οικονομία και παραχώρηση του Θεού για την άρση της πρωταιτίας του θανάτου. Πράγματι, «ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας αϊδιότητος εποίησεν αυτόν· φθόνω δε Διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον!...» (Σ. Σολ. 2, 23-24). «…ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (έ.α., 1, 13).

Αλλ’ όμως, πώς συνέβη και έγινε «θνητό» το υλικό σώμα του ανθρώπου και γενικά η υλική κτίση φθαρτή, αφού αιτία του θανάτου είναι το αυτεξούσιο, που η ύλη δεν έχει; Ποια εξήγηση λοιπόν έχει η αναμφισβήτητη ύπαρξη και «φυσικού κακού», η διαστροφή της «φύσει» πλασμένης «καλής λίαν» υλικής κτίσεως; (φθορά, διάλυση, θάντος φυτών-ζώων, αλλά και εχθρική στάση κατά του ανθρώπου: βλαβερά ή επικίνδυνα φυτά και ζώα, πλημμύρες ή ανομβρίες, σεισμοί κλπ.). Αλλ’ εδώ ακριβώς φαίνεται η άπειρη σοφία και αγάπη του Θεού, ώστε ν’ αναφωνήσει ο Μέγας Παύλος: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα Αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Αυτού»! (Ρωμ. 11, 33).

Μετά δηλ. την πτώση, αφού ο Θεός δεν αφαίρεσε την ύπαρξη απ’ τον άνθρωπο, για να διατηρείται ο άνθρωπος στη ζωή σαν πνευματοϋλική ύπαρξη που είναι, είχε και έχει ανάγκη να χρησιμοποιεί την υλική κτίση για το υλικό σώμα του. Αν όμως σαν ελεύθερο πνεύμα ήθελε να μένει αιώνια μακριά απ’ το Θεό, στο κακό, εξαιτίας του αχωρίστου συνδέσμου ψυχής και σώματος, θα χρησιμοποιούσε αιώνια την «καλήν λίαν» υλική κτίση για τους κακούς σκοπούς του. Έτσι η άψυχη φύση θα ήταν αιώνιος υπηρέτης του κακού στο πνεύμα ανθρώπου, ενώ είχε κτισθεί «καλή» για να τον υπηρετεί στο καλό και αγαθό θέλημα του Θεού. Για να μη μείνει λοιπόν αιώνια παγιδευμένη η «καλή», αλλά ανελεύθερη υλική φύση στο κακό και μαζί της και ο άνθρωπος, μ’ ένα λόγο, «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» (Αγ. Γρηγ. Θεολ., PG 36, 324), ο αγαθός Θεός επιτρέπει προσωρινά μόνο το σωματικό θάνατο, όχι σαν τιμωρία, αλλά σαν ευεργεσία του ανθρώπου και της κτίσεως. Και τον επιτρέπει όχι μερικά, για ορισμένους μόνο, αλλά σαν καθολικό νόμο, ώστε να μη θεωρείται σε άλλους δέσμευση και σε άλλους εύνοια. Έτσι τα ευεργετικά αποτελέσματα του σωματικού θανάτου σχετικά προς το ανώτερο, την ψυχή, θα είναι μια δυνατότητα καθολική. Χωρίς να επέμβει και να θίξει στο παραμικρό την ελεύθερη ψυχή του ανθρώπου, επεμβαίνει πατρικά μόνο στο υλικό σώμα και την υλική κτίση, όπου δεν υπάρχει ελευθερία και άρα δέσμευση. Επεμβαίνει και κάνει «θνητή» τη φύση τους και στη «θνητότητα» αυτή δίνει μια θεραπευτική ιδιότητα για την ψυχή. Επιτρέποντας η λύπη, ο κόπος και ο πόνος, η φθορά και ο χωρισμός της ύλης απ’ το πνεύμα να γίνονται αισθητά και στην ψυχή, τα κάνει διεγερτικά της ψυχής απ’ την αναισθησία της στο κακό. Αφαιρώντας απ’ την ψυχή, χωρίς να θίγει τη ίδια, τα απατηλά στηρίγματα της φαινομενικής της μακαριότητας, τη στρέφει προς την αληθινή μακαριότητα, το Θεό, της δημιουργεί τη δυνατότητα να συνέλθει, να επιστρέψει και πάλι κοντά στο Θεό, να νοσταλγήσει τον «απολεσθέντα Παράδεισο».

Πραγματικά, η αποστροφή και ο τρόμος του ανθρώπου μπρος στο φυσικό κακό, τον πόνο και το θάνατο είναι τρανή απόδειξη ότι δεν είναι φυσική κατάσταση. Απ’ το άλλο μέρος συχνότατα βλέπει ο άνθρωπος πως και στην ατομική του ζωή πολλά «σωματικά κακά» είναι αποτέλεσμα δικών του πνευματικών ελευθέρων ενεργειών (πολλές σωματικές παθήσεις, κληρονομικές καταστάσεις κλπ.). Έτσι πείθεται να αναζητεί την πηγή του κακού στην πραγματική του αιτία, την ελευθερία του, και να βρίσκει ελεύθερα το δρόμο για την πραγματική του απελευθέρωση απ’ το κακό.

Βέβαια, όπως θα ιδούμε, αυτό δεν είναι δυνατό πλέον από μόνες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Το κακό, έχοντας πηγή υπερφυσική, τον ανώτερο ως πνεύμα απ’ τον πνευματοϋλικό άνθρωπο Διάβολο, μόνο από υπερφυσική δύναμη και ανώτερη απ’ την πηγή του, δηλαδή μόνο απ’ το Θεό νικάται. Όπως όμως, για να λάβει το κακό προσωπική υπόσταση και να γίνει πράξη απ’ τον άνθρωπο, έχει σαν προϋπόθεση την ελευθερία του, έτσι και για την «άρση» του, την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ το κακό, χρειάζεται και η δική του ελευθερία σαν απαραίτητος όρος. Χρειάζεται η ελεύθερη σύμπραξη του ελευθέρου ανθρώπου για την απελευθέρωσή του απ’ το κακό.

Αυτή άλλωστε είναι η βαθύτατη έννοια του ότι ο Θεός δεν καταράσθηκε τον άνθρωπο, αλλά την άψυχη υλική κτίση. Δεν είπε στον άνθρωπο, όπως «τω όφει… επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών…», αλλά «…επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου…»! (Γεν. 3, 14, 17). Έτσι, «τη ματαιότητι η κτίσις υπετάγη ουχ εκούσα (= όχι μόνη της), αλλά δια τον υποτάξαντα (Θεόν), επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς… ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν…» (Ρωμ. 8, 20-22). Αυτά όμως θα γίνουν μετά τη συντέλεια, αλλαγή – ανακαίνιση του παρόντος Κόσμου, αφού πρώτα εξασφαλισθεί η απελευθέρωση και λύτρωση του ανθρώπου.

Αυτή λοιπόν είναι η σωστή και σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της Α.Γ. και της Ι.Π. άποψη για την ύπαρξη του λεγομένου «φυσικού κακού» στον κόσμο. Πηγή του είναι το «ηθικό κακό» και μόνο για την άρση του ηθικού κακού το επιτρέπει και το παραχωρεί ο Θεός. Οι περιπτώσεις που η Α.Γ. χρησιμοποιεί εκφράσεις ρητές πως ο Θεός «τιμωρεί» κλπ. είναι ανθρωπομορφικές εικόνες και έχουν παιδαγωγικό σκοπό. Το κακό, είτε ως ηθικό είτε ως φυσικό, ούτε το εδημιούργησε ούτε το θέλει ούτε εκδικητικά το χρησιμοποιεί ο Θεός. Στις περιπτώσεις εξάλλου που παρουσιάζεται το κακό σαν καθολική τιμωρία (Κατακλυσμός, Σόδομα και Γόμορρα κλπ.), αυτό οφείλεται στην έλλειψη ελεύθερης καλής θελήσεως των ανθρώπων και στην έλλειψη μετανοίας εξαιτίας θεληματικής σκληρύνσεως. Όπου υπάρχει καλή θέληση, έστω και ενός ανθρώπου (Νώε, Λωτ), ο Θεός δεν επιτρέπει και δεν αφήνει το κακό να τους βλάψει. Αντίθετα, τους προστατεύει ποικιλότροπα, όπως σε πλείστες περιπτώσεις βλέπουμε στην Α.Γ. και στην προσωπική μας ζωή.

β. Απώλεια θ. Χάριτος και «αρχεγόνου δικαιοσύνης».
Στην περιεκτική συνέπεια της αμαρτίας, το θάνατο, για την καλύτερη κατανόησή του, μπορούμε να διακρίνουμε τις συνέπειές του αρνητικά και θετικά. Αρνητικά λοιπόν με την εκούσια απομάκρυνσή του απ’ το Θεό έχασε ο άνθρωπος τη θεία Χάρη και τα χαρίσματα της ψυχοσωματικής καθαρότητας. Δηλαδή έχασε την αθωότητα, τη χαρά, την ειρήνη, όπως και την απάθεια και τη δυνατότητα αθανασίας κι αφθαρσίας, επομένως κάθε δυνατότητα του «καθ’ ομοίωσιν». Αντίθετα, με την αμαρτία εμολύνθηκε και έγινε νοσηρή η ψυχοσωματική του υπόσταση. Ενιδρύθηκε μέσα του ως «φυσική» και ακατανίκητη μια αμαρτητική ορμή και ροπή, η επιθυμία της αμαρτίας και το σαρκικό φρόνημα, ο εμπαθής λογισμός, ως φιλαυτία ή φιλοδοξία και ως φιληδονία ή αισθητική και σαρκική απόλαυση. Εξάλλου, ενώ με την επιθυμία της αμαρτίας ο άνθρωπος ελπίζει και επιδιώκει την ηδονή και ευτυχία, συναντά την οδύνη και τη δυστυχία, το ανικανοποίητο και την ενοχή, την αγωνία και το άγχος!

γ. Η αμαύρωση του «κατ’ εικόνα».
Εξάλλου θετικά η αμαρτία, ως αποτέλεσμα κακής χρήσεως του λογικού και του αυτεξουσίου (συνομιλία με το Διάβολο, περιφρόνηση της Εντολής του Θεού και προτίμηση της συμβουλής του Διαβόλου, διάπραξη της αμαρτίας), ήταν φυσικό να τραυματίσει πρώτα τα δύο αυτά κέντρα των πνευματικών και ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου, χωρίς όμως και να τα νεκρώσει και εξαλείψει. Έτσι το λογικό και αυτεξούσιο της ψυχής (νους, λόγος, πνεύμα) εξασθένησαν και σκοτίσθηκαν, έχασαν την ενότητα και αρμονία τους. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής (λογιστικό, βουλητικό, θυμοειδές) ενεργούν ανεξάρτητα και αντίθετα μεταξύ τους, ώστε η ίδια η ψυχή του ανθρώπου να μεταβάλλεται σε πεδίο δραματικής πάλης και διαμάχης!

Το λογιστικό της ψυχής κυριαρχείται τώρα περισσότερο από την άγνοια και την υπερηφάνεια, που είναι «θείας και ανθρωπίνης γνώσεως στέρησις» (Αγ. Μάξιμος, PG 900, 585 C). Η πλάνη και η λήθη, η δεισιδαιμονία και η αισθητικότητα, τα «αλλότρια» στο φωτοειδές, θεωρητικό και διακριτικό του νου, γίνονται πλέον τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, ώστε να ισχύει γι’ αυτόν η σοφή ρήση του Μ. Βασιλείου: «Νους γαρ αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης, και των όρων αποστάς της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων» (Ομιλ. εις Ψαλμ. 51).

Το βουλητικό έπειτα δεν φωτίζεται πάντοτε από το νου ούτε κατευθύνεται από το αυτεξούσιο. Η ελεύθερη θέληση του ανθρώπου αυτοκυριαρχείται από τη φιλαυτία και συχνά αιχμαλωτίζεται από την επιθυμία της αμαρτίας και τη σάρκα, που γίνεται όργανο φιληδονίας και ποικίλης εμπαθείας.

Το θυμοειδές τέλος και ενεργητικό πνεύμα του ανθρώπου, χωρισμένο από το νου και το λόγο και έρμαιο της υπερηφανείας και φι8λαυτίας του, τα αντίθετα της αγάπης, κυριαρχείται συχνά από το μίσος, το θυμό και την οργή, ώστε ο θεόπλαστος και θεόμορφος άνθρωπος να γίνεται και «κτηνώδης» και «δαιμονιώδης» και να επαληθεύει το Ψαλμικό: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. 48, 13).

Αλλ’ όμως τα ίχνη της θείας εικόνος και οι σπινθήρες της θείας πνοής παραμένουν ανεξίτηλα στον άνθρωπο, που γι’ αυτό είναι επιδεκτικός θεραπείας και αναμορφώσεως στο «αρχαίον κάλλος».

δ. Το προπατορικό αμάρτημα.
Η πτώση γενικά των Πρωτοπλάστων με τις συνέπειές της υπήρξε ένα γεγονός προσωπικό του Αδάμ και της Εύας. Οι δύο πρώτοι όμως αυτοί άνθρωποι υπήρξαν οι γενάρχες· όλου του ανθρωπίνου γένους μετά την πτώση τους. Έτσι οι πρώτοι και μεταγενέστεροι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας γεννήθηκαν και γεννώνται από γονείς αρρωστημένους, μολυσμένους απ’ το μικρόβιο της αμαρτίας. Χωρίς λοιπόν οι απόγονοί τους να ευθύνονται προσωπικά για την προγονική αμαρτία, όμως κληρονομούν σαν κατάσταση και προδιάθεση ή ροπή τη δική τους αμαρτωλή πλέον φύση. Ότι αυτό είναι γεγονός πραγματικό έχουμε δυστυχώς όλοι προσωπική εμπειρία. Δεν χρειάζονται εδώ αποδείξεις. Ψηλαφούμε το μυστήριο τούτο προπαντός στα νήπια και τα μικρά παιδιά. Χωρίς να έχουν ακόμη αυτοσυνείδηση και ελεύθερη κρίση, κλίνουν και ρέπουν στο κακό και μάλιστα με πείσμα ανεξήγητο αλλιώς. Καμμιά λογική και φυσική εξήγηση δεν εξηγεί τη ροπή τούτη στον άνθρωπο, χωρίς την πίστη ακριβώς στο προπατορικό αμάρτημα ως κληρονομικό.

Αυτή τη γενική και καθολική πίστη της Α.Γ. και της Ι.Π. ότι «ουδείς καθαρός από ρύπου, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιώβ 14, 4), η Εκκλησία διδάσκει ως θεμελιώδες δόγμα πίστεως με βάση πλείστα χωρία της Α. Γ. Κλασσική είναι η σχετική περικοπή της προς Ρωμαίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου, κεφ. 5, στ. 12-21: «Δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον…» (στ. 12).

Η κληρονομική αυτή ροπή και κλίση προς την αμαρτία είναι ανένοχη, αν δεν γίνει συνειδητή και προσωπική πράξη. επειδή όμως είναι πραγματικότητα αχώριστη απ’ τη φύση του ανθρώπου, γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς άνθρωπος, απόγονος του Αδάμ, ν’ απαλλαγεί μόνος του «εξ υστέρου» απ’ αυτή. Η καλή χρήση της ελευθερίας, οι καλές δηλαδή και ενάρετες πράξεις, δεν «καθαρίζουν» τον άνθρωπο ούτε τον σώζουν, ώστε μόνος του να επανέλθει στο «αρχαίον κάλλος» του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Η καλή διαγωγή του ανθρώπου μετά την πτώση τον προετοιμάζει απλώς και το κάνει δεκτικό θεραπείας. Είναι η δίαιτα που επιβάλλεται στον άρρωστο, για να είναι δραστικό και αποτελεσματικό το φάρμακο. Και το φάρμακο εδώ για όλους ανεξαίρετα τους απογόνους του Αδάμ είναι, όπως θα ιδούμε, ο Νέος Αδάμ, ο Κ. η. Ι.Χ. Όπως στη φύση μας το κληρονομικό αίμα του πρώτου Αδάμ μας μετέδωκε το μικρόβιο της αμαρτίας, έτσι τώρα στη φύση μας πρέπει να ρεύσει το Αίμα του Δευτέρου Αδάμ, να την καθαρίσει, να την εξυγιάνει και να τη ζωογονήσει. «Και το Αίμα Ιησού Χριστού, του Υιού Αυτού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α΄ Ιω. 1, 7). «Ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός Ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε…» (Ρωμ. 5, 15).

Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: 1. H παγκόσμια προσδοκία του Λυτρωτού

Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

«Και καλέσεις το Όνομα Αυτού Ιησούν· Αυτός γαρ σώσει τον λαόν Αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. 1, 21).

1. Η παγκόσμια προσδοκία θείου Λυτρωτή
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι το μοναδικό ιστορικό Πρόσωπο που έχει όχι μόνο «ιστορία», αλλά και «προϊστορία». Η ιστορία Του πλησιάζει τα 2000 έτη, ενώ η προϊστορία Του αρχίζει «προ καταβολής κόσμου» (Αποκ. 13, 8, Ιω. 17, 24). Και το θαυμαστό και μοναδικό είναι ότι προ-ιστορείται, δηλαδή προγνωρίζεται και προ-φητεύεται, όχι μόνο απ’ τα ιστορικά και λοιπά βιβλία της Π.Δ., που έχει γραφεί μεταξύ 1500-50 π.Χ., αλλά και από προ-χριστιανικά ιστορικά κείμενα πολλών λαών, που επαληθεύονται και εφαρμόζονται μόνο στο Θεανθρώπινο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Το μοναδικό αυτό ιστορικό φαινόμενο, που έχει μελετηθεί ειδικά από τις επιστήμες της Εθνολογίας και της Συγκριτικής Θρησκειολογίας, είναι κυριολεκτικά το πρώτο και μεγαλύτερο θαύμα της Παγκόσμιας Ιστορίας, αλλά και η μεγαλύτερη απόδειξη της ιστορικότητας και της Θεότητας του Ιησού Χριστού.

Πράγματι, ο μέγας Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Blaise Pascal (? 1663), στο γνωστό απολογητικό του Χριστιανισμού βιβλίο του «Στοχασμοί» (Pensees), έχει αφιερώσει το ειδικό και ομώνυμο κεφάλαιο 24 (Profheties), όπου γράφει: «Η μεγαλύτερη απόδειξη για τον Ι.Χ. είναι οι Προφητείες. Ο Θεός ανέδειξε Προφήτες επί 1600 χρόνια και επί 400 χρόνια μετά (τα τελευταία) εξάπλωσε όλες τις Προφητείε, με όλους τους Ιουδαίους που τις κατείχαν σε όλα τα μέρη του κόσμου. Να ποια ήταν η προπαρασκευή για τη γέννηση του Ι.Χ…»(έ.α., έκδ. Seuil, Paris 1962, s. 163, pens. 335).



α. Οι εθνικές «προφητείες» περί Θεανθρώπου Λυτρωτή.
Στα αρχαία γραπτά μνημεία των περισσοτέρων αρχαίων λαών υπάρχουν «προφητείες» για την εμφάνιση Κάποιου Θεού, που θα γίνει άνθρωπος, για να λυτρώσει τους ανθρώπους απ’ τα δεινά τους. Το έργο του Θεανθρώπου θα είναι δύσκολο. Θα διωχθεί, θα θανατωθεί, αλλά θ’ αναστηθεί. Το καταπληκτικότερο όμως είναι ότι οι λαοί της Δύσεως και της Μεσογείου περίμεναν το Θεάνθρωπο απ’ την Ανατολή, ενώ οι της Ανατολής Τον περίμεναν απ’ τη Δύση, ώστε να συναντώνται όλοι στην Παλαιστίνη! Όπως ορθά ερμηνεύει η Ορθόδοξη Υμνολογία μας, οι «Μάγοι εξ Ανατολών» είναι ακριβώς οι εκπρόσωποι των αρχαίων εθνικών λαών, που αξιώθηκαν να προσκυνήσουν το Θεάνθρωπο βασιλέα.

1. Έτσι, οι Προκολομβιανοί Αμερικανοί περίμεναν την έλευση απ’ την Ανατολή ενός βασιλέα, που θα κυριαρχούσε σ’ όλη τη γη. Οι Θιβετιανοί και οι Κινέζοι το ίδιο. Ο Κομφούκιος (?478 π.Χ.) γράφει στην «Ηθική» του ότι «ένας Άγιος έμελλε ν’ αποσταλεί απ’ τον ουρανό, που θα γνώριζε τα πάντα και θα είχε εξουσία στον ουρανό και στη γη». (Πρβλ. Ματθ. 28, 18). Οι Κέλτες περίμεναν ότι ο Θεάνθρωπος θα γεννηθεί απ’ την παρθένα Ίσιδα. Οι Ρωμαίοι, με πυρήνα της προσδοκίας τους τους χρησμούς της περίφημης Σίβυλλας της Κυμαίας και αυθεντικούς εκπροσώπους τον ποιητή Βεργίλιο, το φιλόσοφο Κικέρωνα και τον ιστορικό Τάκιτο, περίμεναν την έλευση Θεανθρώπου λυτρωτή. Ο Τάκιτος μάλιστα λέγει ότι οι πλείστοι λαοί επίστευαν ότι «ο Ποιμήν» θα έλθει απ’ την Ιουδαία.

2. Εκεί όμως που η προσδοκία διατηρήθηκε καθαρότερη και προκαλεί το δίκαο θαυμασμό των μελετητών είναι η Ελληνική Ποίηση και Φιλοσοφία. Πράγματι, είχε δίκιο ο Άγ. Ιουστίνος ο φιλόσοφος και Μάρτυς (?165μ.Χ.) να χαρακτηρίζει μερικά από τα θεολογικά και ηθικά τμήματά τους ως «χριστιανικά» και ως «από μέρους» σπέρματα του «θείου Λόγου», αν και «εναντία εαυτοίς πολλάκις είπον» (Β΄ Απολ. 10 και 13, ΒΕΠΕΣ 3, σ. 205-207). Θα παραλείψουμε τον Όμηρο, τον Ησίοδο, κ.ά. και θ’ αναφέρουμε μόνο χωρία του τραγικού Αισχύλου (?456π.Χ.) και του μεγίστου των φιλοσόφων Πλάτωνα (?347).

Ο Αισχύλος στην περίφημη τραγωδία του «Προμηθεύς Δεσμώτης» παρουσιάζει τον Προμηθέα ν’ αποκαλύπτει στην παρθένα Ιώ, «ες ταυτόν ελθών των πάλαι λόγων ίχνος» (στ. 845), ακολουθώντας δηλ. τις αρχαίες παραδόσεις, πως θα λυτρωθούν και οι δυο τους απ’ το μαρτύριό τους. Έτσι η Ιώ θα λυτρωθεί απ’ την περιπλάνησή της, αφού γεννήσει υπερφυσικά στην Αίγυπτο, με ελαφρή χειραψία του Δία, το θεάνθρωπο γιο της Έπαφο. Εξάλλου δικός της απόγονος, μετά δέκα τρεις γενεές, θ’ απαλλάξει και τον ίδιο τον Προμηθέα απ’ τα αιώνια δεινά του. Παρεμβαίνει όμως και ο Ερμής, ο οποίος λέγει στον Προμηθέα.

Στ. 1026: «Τοιούδε μόχθου τέρμα μη τι προσδόκα

πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων

φανή, θελήση τ’ εις αναύγητον μολείν

Άϊδην κνεφαία τ’ αμφί Ταρτάρου βάθη».



Τότε ο Θεός, που ήταν οργισμένος με τον Προμηθέα-άνθρωπο για την ύβρη του (ο Προμηθέας συμβολίζει τον Αδάμ), θα εξευμενισθεί και θα συμφιλιωθεί μαζί του:

Στ. 191- 92: «εις αρθμόν εμοί και φιλότητα

σπεύδων σπεύδοντί ποθ’ ήξει»!



Αν όμως στην Ιώ δεν φαινόταν ευκολονόητοι η προφητεία («ήδ’ ουκέτ’ ευξύμβλητος η χρησμωδία», στ. 775), σε μας είναι γνωστή και σωτήρια πραγματικότητα: η υπερφυσική Γέννηση του θεανθρώπου στη γειτονική της Αιγύπτου Παλαιστίνη απ’ την Αγία Παρθένο, που, όπως η Ιώ, παρομοιάζεται ως «Δάμαλις τον Μόσχον η τεκούσα τον άμωμον» και «τον Αμνόν τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου», «…Τω μώλωπι Αυτού ημείς ιάθημεν… και Αυτός αμαρτίας πολλών ανήνεγκε και δια τας αμαρτίας αυτών παρεδόθη» (Ησ. 53, 5, 12). Αυτός κατήλθε και στον «αναύγητον Άϊδην», αλλά για να τον συλήσει.

Ακόμη μπορεί να γίνει υπολογισμός των 13 γενεών (13 x 35 ή 36 = 455 ή 468) από τότε που έγραφε ο Αισχύλος (μετά το 465), οπότε η τελευταία γενεά είναι τα έτη της Γεννήσεως του Χριστού! (Ακριβή χρονολογικό προσδιορισμό της Σταυρικής Θυσίας του Θεανθρώπου έχουμε στον Προφήτη Δανιήλ, κεφ. 9, στ. 25-27).

Εξάλλου ο Πλάτων στην Απολογία του Σωκράτη και σε άλλα του έργα παρουσιάζει το διδάσκαλο με αυτοσυνείδηση «απεσταλμένου» του Θεού, που διακρίνεται απ’ τους «νομιζομένους θεούς», της πόλεως. Ενώ θα με φονεύσετε χωρίς επίγνωση, «ώσπερ οι νυστάζοντες εγειρόμενοι…, είτα τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινα άλλον ο Θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών», λέγει ο Σωκράτης στους δικαστές του (Απολ. 31α).

Το χαρακτήρα αυτού του «Άλλου» περιγράφει ο Πλάτων στην Πολιτεία του ως τον «Δίκαιον», ο οποίος είναι ο «βεβασανισμένος εις δικαιοσύνην… και αμετάστατος μέχρι θανάτου… ούτω διακείμενος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στραβλώσεται, δεθήσεται…, τελευτών πάντα κακά παθών ανασχινδυλευθήσεται…» (= θα προσηλωθεί σε ξύλο, θα σταυρωθεί! Β΄ 361 ce, 362a).

Τέλος ο Πλατωνικός Διάλογος «Αλκιβιάδης ο Δεύτερος», (που, αν δεν είναι γνήσιος, όμως εκφράζει «θεανθρωπική προσδοκία» του τέλους του Δ΄ αι. π.Χ.) παρουσιάζει το Σωκράτη να κρίνει το θεσμό των τότε θυσιών και την ειδωλολατρική θρησκευτικότητα προφητεύοντας «θεία αποκάλυψη». Έτσι, ενώ ο Αλκιβιάδης πήγαινε να θυσιάσει, μεταπείθεται απ’ τους λόγους του Σωκράτη: «Ου γαρ οίμαι τοιούτον εστι το των θεών ώστε υπό δώρων παράγεσθαι οίον κακόν τοκιστήν… Αναγκαίο νουν εστι περιμένειν έως αν τις μάθη ως δει προς θεούς και προς ανθρώπους διακείσθαι» (149e, 150d). Και όταν ο Αλκιβιάδης ερωτά: «Πότε ουν παρέσται ο χρόνος ούτος, ω Σώκρατες, και τις ο παιδεύσων; ήδιστα γαρ αν μοι δοκώ ιδείν τούτον τον άνθρωπον εις εστιν», ο Σωκράτης απαντά: «Ούτος ω μέλλει περί σου», αφού «από της ψυχής (σου) πρώτον την αχλύν αφέλη» (150de). Ο Αλκιβιάδης «αναβάλλει εις τότε την θυσίαν» και θέλει ν’ αφιερώσει από ευγνωμοσύνη στο Σωκράτη το στεφάνι που προόριζε για κάποιο είδωλο. «Τοις θεοίς δε και στεφάνους και τ’άλλα πάντα τα νομιζόμενα τότε δώσομεν, όταν εκείνην την ημέραν ελθούσαν ίδω. Ήξει δ’ ου δια μακρού τούτων θελόντων»! (151ab).

Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως όλες αυτές οι μαρτυρίες είναι απηχήματα, αναλαμπές και προθεάματα «εκείνης της ημέρας», που ως «πρωτευαγγέλιο» είχε εξαγγελθεί απ’ τον Ίδιο το Θεό στους Πρωτοπλάστους κατά το «δειλινό» εκείνο της πτώσεως (Γεν. 3, 15).

Από το Νώε έπειτα παραδόθηκε η υπόσχεση και πίστη αυτή στους απογόνους του, που διασκορπίστηκαν σ’ όλη τη γη μετά την ανοικοδόμηση της πόλεως Βαβέλ (=σύγχυση γλωσσών, της μετέπειτα Βαβυλώνας της Χαλδαίας, της πατρίδας του πιστού και δικαίου Αβραάμ (2000 π.Χ.).

β. Οι Προφητείες της Π.Δ. για το Μεσσία-Εμμανουήλ.
Μετά το «πρωτευαγγέλιο» για τη συντριβή της κεφαλής του Όφεως-Διαβόλου από το «σπέρμα της γυναικός», δηλ. από τον Υιό της Παρθένου, ανανεώνεται η υπόσχεση αυτή και παραδίδεται ως «ευλογία» και «διαθήκη» στον πιστό και δίκαιο Αβραάμ: «… και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και ευλογήσω σε… και ενευλογηθήσονται εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης» (Γεν. 12, 3 και 22, 18).

Και στον έγγονο του Αβραάμ, τον Ιακώβ, αποκάλυψε ο Θεός την αμετάθετη Βουλή Του, που σταδιακά γίνεται καθαρότερη και βεβαιότερη. Ευλογώντας ο Ιακώβ το γιο του Ιούδα «παραδίδει» ό,τι του αποκαλύφθηκε: «Ιούδα, σε αινέσαισαν οι αδελφοί σου… ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως εάν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και Αυτός προσδοκία εθνών»! (Γεν. 49, 10).

Έπειτα από το Μωυσή (Δευτ. 18, 15) και το Δαβίδ (Ψαλμ. 2, 7-8, 109, 1, 3-4 κ.α.) και όλους τους Προφήτες η πίστη και το κήρυγμα στην έλευση θείου Λυτρωτή ως «υιού ανθρώπου» (Δαν. 7, 13-14) γίνεται καθολική ως μεσσιανική προσδοκία. Σαν να γίνεται άμιλλα μεταξύ των θεοπνεύστων Προφητών, προφητεύονται διαδοχικά ολόκληρη η ζωή και το έργο του Μεσσία:

– Το προδρομικό έργο του Ιωάννη (Μαλ. 3, 1 – Ε΄ αι. π.Χ.)

– Η γέννηση από παρθένο (Ησ. 7, 14 – Η΄ αι. π.Χ.).

– Ο τόπος της γεννήσεως (Μιχ. 5, 1 – Η΄ αι. π.Χ.).

– Ο χρόνος (Δαν. 9, 25-27 – Ζ΄ αι. π.Χ.).

– Η σφαγή των αγίων Νηπίων (Ιερ. 38, 15 – Ζ΄ αι. π.Χ.).

– Η φυγή στην Αίγυπτο (Ωσ. 11, 1 – Η΄ αι. π.Χ.).

– Το έργο και τα θαύματα (Ησ. 35, 5-6).

– Η προδοσία του Ιούδα (Ψαλμ. 40, 1—Ι΄ αι. π.Χ.).

– Η πώληση με 30 αργύρια (Ζαχ. 11, 12 – Ζ΄ αι. π.Χ.).

– Τα άγια Πάθη (Ησ. κεφ. 53).

– Ο κλήρος στα ιμάτια (Ψαλμ. 21, 19).

– Το όξος και η χολή (Ψαλμ. 68, 22).

– Ο σκοτισμός του ηλίου (Αμ. 8, 9 – Η΄ αι. π.Χ.).

– Η κάθοδος στον Άδη και η Ανάσταση (Ψαλμ. 15, 10).



Ιδού ολόκληρη η προφητεία του Δανιήλ:



«Εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών έφθασε και ενώπιον αυτού προσηνέχθη. Και αυτώ εδόθη η αρχή και η τιμή και η βασιλεία και πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι αυτώ δουλεύσουσιν· η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος, ήτις ου παρελεύσεται και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται» (Δαν. 7, 13-14).

Στη συνέχεια ο Προφήτης Δανιήλ προσδιορίζει ακριβώς το χρόνο της Σταυρικής Θυσίας του Χριστού και την αιώνια βασιλεία της Εκκλησίας Του:

«… Από εξόδου λόγου… του οικοδομήσαι Ιερουσαλήμ έως Χριστού Ηγουμένου εβδομάδες (ετών) επτά και εξήκοντα δύο (= 69 x 7 = 483 έτη)… και μετά… εξολοθρευθήσεται Χρίσμα (= ο Χριστός θα φονευθεί) και κρίμα ουκ έστιν εν αυτώ» (= ενώ θα είναι αναμάρτητος) … και δυναμώσει Διαθήκην πολλοίς εβδομάς μία· και εν τω ημίσει της εβδομάδος αρθήσεταί μου θυσία και σπονδή…» (Δαν. 9, 25-27).

Πράγματι, από την ανοικοδόμηση του ναού το 455, επί Αρταξέρξη, τα 483 έτη φθάνουν έως το 28 μ.Χ. με τέλος της «μιας εβδομάδος» το 34. Το ήμισυ της «εβδομάδος» είναι ακριβώς το 30-34, δηλ. το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, η σύναψη της Καινής Διαθήκης με τους «πολλούς», όλους όσοι θα Τον ακολουθήσουν!

Η χρυσή αυτή αλυσίδα της θεανθρωπικής προσδοκίας καταλήγει στο Θεοδόχο Συμεών (Λουκ. 2, 25-32) και στον «μείζονα» των Προφητών Τίμιο Πρόδρομο, που είδαν, εψηλάφησαν και εμαρτύρησαν στους αδελφούς τους την παρουσία του Θεανθρώπου Σωτήρα. Ο Ίδιος είπε για τις Προφητείες της Π.Δ.: «Ερευνάτε τας Γραφάς… εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού» (Ιω. 5, 39. Πρβλ. και Λουκ. 16, 29-31).

2.H θεία ενανθρώπηση

2. Η θεία Ενανθρώπηση
«Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»

(Μ. Αθανάσιος).

α. «Υιός Θεού».
Απ’ την κατάσταση αυτή της δουλείας και αιχμαλωσίας στο Διάβολο και τον ίδιο του τον εαυτό κανείς ανεξαίρετα άνθρωπος ούτε ήταν ούτε είναι ποτέ δυνατό να ελευθερωθεί, να λυτρωθεί. Το βάρος, το φορτίο και η ενοχή της αμαρτίας ήσαν και είναι ασήκωτα για τα δημιουργήματα. Έτσι ούτε και κανείς άνθρωπος, μολυσμένος ο ίδιος με το προπατορικό αμάρτημα, όση καλή θέληση και διάθεση και ενάρετη ζωή και αν είχε, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να λυτρώσει άλλον αμαρτωλό, έστω και από μία μόνη αμαρτία. Αφού το κακό έχει πηγή προσωπική ύπαρξη ανώτερη απ’ τον άνθρωπο, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υπερνικηθεί και να καταργηθεί από άνθρωπο. «Αδελφός ου λυτρούται· λυτρώσεται άνθρωπος;» (Ψαλμ. 48, 8). Ο άνθρωπος, όπως λέγει ο ι. Αυγουστίνος, μπόρεσε να πωλήσει τον εαυτό του δούλο, αλλά δεν μπορεί και να τον ελευθερώσει ο ίδιος. Αλλ’ ούτε επίσης και Άγγελος ή Αρχάγγελος, αφού είναι «πεπερασμένες» υπάρξεις και η αγιότητά τους και η δύναμή τους δεν εξαρτώνται μόνο απ’ τη θέλησή τους, αλλά πρώτα απ’ τη Χάρη του Θεού.

Μόνο λοιπόν ο Ίδιος ο Θεός είναι δυνατό να λυτρώσει το πλάσμα Του, γιατί μόνος ο Θεός είναι αναμάρτητος και παντοδύναμος.

Και αυτό έγινε απ’ τον Τριαδικό Θεό στο δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, με απόλυτη συμφωνία και συνεργασία και των Τριών θείων Προσώπων στο έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου πλέον. Ο Τριαδικός Θεός θέλησε, όπως «πάντα δι’ Αυτού (του Λόγου) εγένετο» (Ιω. 1, 3), έτσι και πάλι να επανέλθουν μετά την πτώση τους τα πάντα στην αρχική μορφή και φύση τους «δι’ Αυτού» και «εν Αγίω Πνεύματι». Η θεία θέληση για τη σωτηρία του ανθρώπου στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Λυτρωτή είναι κοινή θέληση και των Τριών Προσώπων: η θέληση του Πατρός (πηγή θελήσεως), η θέληση του Υιού (υπακοή) και η θέληση του Αγίου Πνεύματος (εκπλήρωση).

β. Και «υιός ανθρώπου».
Το ότι ο Λυτρωτής έπρεπε να είναι αναμάρτητος και παντοδύναμος και άρα Θεός, είναι οπωσδήποτε λογικό και κατανοητό. Γιατί όμως «έπρεπε» να είναι και άνθρωπος;

Ασφαλώς, για τον απειροτέλειο και πανελεύθερο Θεό δεν υπάρχουν «πρέπει» ούτε τίποτε απ’ όσα αναφέρονται στις θείες ενέργειες γίνεται από οποιαδήποτε ανάγκη. Ο Θεός μπορούσε και μπορεί ως παντοδύναμος να σώσει τον άνθρωπο και μ’ ένα Του λόγο. Από την πλευρά λοιπόν του Θεού δεν ήταν αναγκαίο να γίνει άνθρωπος ο άπειρος Θεός, για να σώσει τον άνθρωπο. Ούτε πάλι ο άνθρωπος μπορεί να θέσει «όρους» στον τρόπο της λυτρώσεως και της σωτηρίας του, εκτός μόνο του να θελήσει και να ζητήσει τη λύτρωση και τη σωτηρία.

Το ότι λοιπόν θέλησε ελεύθερα ο Θεός να γίνει άνθρωπος, το έκαμε από άπειρη «συγκατάβαση» προς το πλάσμα Του. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορούσε στην κατάσταση που βρισκόταν να πλησιάσει το Θεό, ελεύθερα και από άπειρη αγάπη έγινε Αυτός «υιός ανθρώπου», για να κάμει τον άνθρωπο «υιό Θεού» κατά χάρη. Θέλησε ελεύθερα και χωρίς να συμβεί, όπως θα ιδούμε, καμμιά μεταβολή ή αλλοίωση στη θεία φύση, από άπειρη αγάπη «ομοίω το όμοιον αποκαθάραι» (= να καθαρίσει και να σώσει. Αγ. Γρηγ. Ναζ., PG 36, 325), «μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος…» (Φιλιπ. 2, 7).

Πώς όμως θα γινόταν αυτό, αφού όλοι οι άνθρωποι ήσαν μολυσμένοι από το προπατορικό αμάρτημα; Αλλά το ερώτημα τούτο δεν μπορεί να ισχύει για το Θεό, που είναι Παντοδύναμος. Δεν θα γινόταν λοιπόν η θεία Ενανθρώπηση με φυσικό, αλλά με υπερφυσικό τρόπο.

Εξάλλου όμως ο Θεός δεν θέλησε να «εμφανισθεί φαινομενικά» στους ανθρώπους, χωρίς όμως να έχει πραγματική ανθρώπινη σάρκα. Θέλησε να γίνει καθ’ όλα «όμοιος», πλην της αμαρτίας. Έτσι θα έπαιρνε ανθρώπινη σάρκα απόλυτα όμοια με την ανθρώπινη φύση, με αίμα και σάρκα και οστά, με ψυχή λογική και θέληση, απόλυτα δηλαδή τέλεια ανθρώπινη φύση, εκτός της φυσικής γεννήσεως και του προπατορικού αμαρτήματος. Η «σάρκωση» του ανθρωπίνου προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού θα γινόταν ακριβώς με θεία δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που με μυστηριώδη και υπερφυσικό τρόπο θα σκήνωνε στην Παρθένο Μαρία, αφού πριν την καθάριζε απ’ το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος, που έφερε και Αυτή.

Έπρεπε όμως να το θελήσει και να το αποδεχτεί ελεύθερα αυτό και η ίδια η Παρθένος Μαρία σαν αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους. Πραγματικά, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, στην έννοια του «πληρώματος του χρόνου» περιλαμβάνεται και η «εύρεση» απ’ το Θεό της Παναγίας Μητέρας μας, της Δευτέρας Εύας, απ’ την οποία θα γεννιόταν ο Δεύτερος Αδάμ. Η Δευτέρα αυτή Εύα έπρεπε να είναι, αντίθετα προς την πρώτη, πιστή, ταπεινή, υπάκουη και αγνή, «κεχαριτωμένη», να μην έχει διαπράξει θεληματικά αμαρτίες. Τέτοια ήταν πραγματικά η Παρθένος. Σαν πιστή Ιουδαία γνώριζε το Νόμο και τον τηρούσε πιστά. Γνώριζε και τις Προφητείες και περίμενε με θερμή πίστη το Μεσσία και Λυτρωτή. Σαν άνθρωπος φυσικά δεν γνώριζε πως Αυτή θα αξιωθεί απ’ το Θεό να γίνει «κατά το ανθρώπινον» η Μητέρα Του, γιατί πατέρας άνθρωπος δεν θα υπήρχε. Όταν όμως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ Της ανήγγειλε το «μέγα μυστήριο», με πίστη και ταπείνωση απάντησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1, 38). Τη στιγμή αυτή, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, άρχισε η θεία Ενανθρώπηση και ταυτόχρονα η λύση του δράματος της ανθρωπίνης ελευθερίας. Ο απαραίτητος όρος για τη σωτηρία του ανθρώπου είχε βρεθεί: η ταπεινή και θεληματική υπακοή στο αγαθό θέλημα του Θεού στο πρόσωπο του εκλεκτοτέρου ανθρωπίνου πλάσματος, της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η Εκκλησία μας την Υπεραγία Θεοτόκο. Την τιμά πρώτη μετά τον Υιό Της και Σωτήρα μας. Θα έπρεπε πραγματικά να μεταφέρουμε εδώ ολόκληρο το αριστούργημα της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως, τον «Ακάθιστο Ύμνο» ή τους «Χαιρετισμούς», όπως συνηθέστερα λέγονται, όπου κυρίως ο ιερός υμνογράφος είναι αμίμητος στην ευλάβειά του προς το θείο Της πρόσωπο και στη θαυμαστή επινόηση και διατύπωση των ωραιοτέρων χαρακτηρισμών.

γ. Το «θεάνθρωπον» του Ι.Χ. ως μυστήριο και μέγιστο θαύμα. Η διατύπωση του δόγματος.
Σύμφωνα με το Δόγμα της θείας Ενανθρωπήσεως, στο Πρόσωπο του θείου Λόγου ενώθηκαν η μία και τελεία θεία φύση, δηλαδή όλη η Θεότητα και όχι μέρος, με την τελεία ανθρώπινη φύση ως σώμα και ψυχή λογική, χωρίς όμως η ένωση αυτή να αλλοιώσει τη μια ή την άλλη και χωρίς επίσης να υπάρχουν δύο τέλεια πρόσωπα, αλλά ένα, του Θεανθρώπου Ιησού, του Υιού και Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη δηλαδή φύση του Κυρίου, ενώ είναι τελεία, δεν προϋπήρχε ως πρόσωπο, αλλά τη στιγμή της θείας σαρκώσεως αποτέλεσε ενωμένη με τη θεία φύση ένα πρόσωπο, το Πρόσωπο του Λόγου. Ενώ στην Αγία Τριάδα έχουμε μία θεία φύση σε τρία τέλεια και ίσα Πρόσωπα, στο Πρόσωπο του Κυρίου έχουμε δύο διάφορες και τέλειες φύσεις σε ένα Πρόσωπο. Και η ανέκφραστη αυτή ένωση έγινε και έκτοτε παραμένει και θα παραμένει αιώνια!

Πώς όμως έγινε αυτό; Πώς η άπειρη θεία ουσία «χώρεσε» στην πεπερασμένη ανθρώπινη φύση παραμένοντας άπειρη και παντοδύναμη; Αυτό ακριβώς είναι το μυστήριο και το θαύμα το «ακατάληπτον και Αγγέλοις και βροτοίς» (Μεγαλυνάριο Υπαπαντής).

Αλλ’ ενώ η θεία ουσία έμεινε θεία και άπειρη, η ανθρώπινη φύση γενικά πλέον, χάρη στην ομοιότητα και την κοινότητα με την ανθρώπινη φύση του Κυρίου στο Πρόσωπο του θείου Λόγου, καθαρίσθηκε απ’ την αμαρτία, αγιάσθηκε, επανήλθε στο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», χωρίς να παύσει να είναι πεπερασμμένη και ανθρώπινη. Μ’ ένα λόγο: λυτρώθηκε, σώθηκε.

Να πώς έχει ακριβώς το Δόγμα ή ο Όρος της Αγίας Δ΄ Οικ. Συνόδου της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.):

«Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν, χωρίς αμαρτίας· προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά της ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, εκ δύο φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον· ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν και Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Mansi, VII, 116).



Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Ζ΄ αι.) χρησιμοποιεί για την ένωση των δύο φύσεων την εικόνα του σιδήρου που έχει μπει στη φωτιά. Φωτιά, «πυρ», είναι η θεία φύση, σίδηρος η ανθρώπινη, που, ενώ παραμένει σίδηρος, μετέχει και της φωτιάς.

Εξάλλου η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, λόγω της υπερφυσικής γεννήσεως και της αναμαρτησίας, θα έπρεπε να ήταν απαλλαγμένη και από τις φυσικές ιδιότητες της ανθρωπίνης φύσεως, τα λεγόμενα «αδιάβλητα πάθη», οι σωματικές ανάγκες τροφής, ύπνου, κόπου, η αίσθηση λύπης, τα δάκρυα, η χαρά κλπ. και κυρίως ο θάνατος. Όλα όμως αυτά ήσαν για τον Κύριο όχι φυσικά, αλλά εκούσια, για να τα εξαγιάσει αναλαμβάνοντάς τα και να τα κάμει απαθή.

Τελικά και πάντοτε όμως για τον πιστό, όπως όλη η θ. Αποκάλυψη, έτσι και το μέγιστο θαύμα της, η θεία Ενανθρώπηση, μόνο με την πίστη πλησιάζεται, λατρεύεται και «προσκυνείται». Τότε, σχετικά πάντοτε, και φανερώνεται στον πιστό: «Πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσιν εν πίστει το μυστήριον» (Α΄ Στιχ. Αίνων Κυρ. Ήχου πλ. Α΄).

3. Το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου

3. Το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου
Ο σκοπός της θείας Ενανθρωπήσεως είναι η αποκατάσταση και χαρίτωση του «κατ’ εικόνα» και η πραγματοποίηση του «καθ’ ομοίωσιν», η σχετική δηλ. θέωση του ανθρώπου. «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθαν. Περί Ενανθρω., 54, ΒΕΠΕΣ 30, 119). Το υπερφυσικό τούτο έργο επραγματοποίησε ο Κύριος με όλη την επί γης θεία παρουσία Του, της οποίας όλοι οι σταθμοί και όλες οι εκδηλώσεις έχουν σωστική σημασία και συνέπεια για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και καλείται ο άνθρωπος να μιμηθεί και ν’ ακολουθήσει τα ίχνη του Θεανθρώπου ως μοναδικού Αρχετύπου του. «Δια τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού (=η Ενανθρώπηση), αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις (=η θ. διδασκαλία), τα Πάθη, ο Σταυρός, η Ταφή, η Ανάστασις, ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον δια μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν» (Μ. Βασ., Περί Αγ. Πν., 35, PG 32, 128 C). Βέβαια, το θεμέλιο της σωτηρίας μας είναι η θεία Ενανθρώπηση, η μυστηριώδης, αλλά πραγματική ένωση της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Χάρη δηλ. στην ενότητα και κοινότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού με τη δική μας ανθρώπινη φύση, αντιπροσωπευτικά και «δυνάμει» ενώθηκε με τη θεία φύση του Χριστού όλη η ανθρωπότητα, όλοι οι άνθρωποι «δυνάμει» έγιναν «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1, 4), όπως ο «πυρούμενος σίδηρος».

Εντούτοις, το απολυτρωτικό έργο Του ο Κύριος δεν ετελείωσε «δια μιας», αλλά σταδιακά και, όπως είπαμε, με όλη τη θεία ζωή και παρουσία Του, που συνοψίζεται σε τρεις κύριες μορφές της θείας Του ενεργείας ή στα τρία θεία Του αξιώματα: του Προφήτου-Διδασκάλου, του Αρχιερέως και του Βασιλέως. Για την καλύτερη κατανόηση του τριπλού αυτού έργου του Κυρίου, μολονότι είναι ενιαίο και αδιαίρετο, όπως και το Θεανθρώπινο Πρόσωπό του, θα γνωρίσουμε στη συνέχεια τα κύρια σημεία των τριών θείων αξιωμάτων.

α. Ο Ι.Χ. ως Προφήτης και Διδάσκαλος. (Το προφητικό αξίωμα του Χριστού).
Εφόσον η ουσία του «κατ’ εικόνα» έγκειται στο λογικό και νοερό της ψυχής, που αμαύρωσε και αχρείωσε η αμαρτία, η θεραπεία έπρεπε ν’ αρχίσει από τον ηγεμόνα νου. Και ο νους καθαρίζεται και φωτίζεται και τρέφεται μόνο με τα θεία νοήματα και ζωοποιά ρήματα της θείας Αληθείας. Εξάλλου, εφ’ όσον η έλευση του Κυρίου θα ήταν η επαλήθευση του κηρύγματος των Προφητών και το «πλήρωμα» του Νόμου, φυσικό ήταν να εμφανισθεί ως θείος Προφήτης, Διδάσκαλος και Νομοθέτης. Το προφητικό και διδακτικό λοιπόν αξίωμα του Κυρίου προσιδιάζει ακριβώς στη θεία Του Υπόσταση ως θείου Λόγου-Διερμηνέως του θείου Νου-Πατρός. Έπειτα, ως «Φως εκ Φωτός και Θεός αληθινός», μόνος Αυτός είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιω. 14, 6). Αυτός είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκ. 22, 13).

Πράγματι, οι ακροατές Του και οι μαθητές Του εξαρχής αντιλήφθηκαν την ασύγκριτη διαφορά μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Αυτός θα ήταν «ο Προφήτης», «ο Χριστός»-Μεσσίας (Ιω. 1, 21, 25). Ο Πρόδρομός Του εμαρτύρησε γι’ Αυτόν: «΄Ιδε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Ούτος εστι περί Ού εγώ είπον· οπίσω μου έρχεται Ανήρ ος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ην» (Ιω. 1, 29-30). Όταν για πρώτη φορά δωδεκαετής εκάθισε στο Ναό «εν μέσω των διδασκάλων ακούων και επερωτών αυτούς, εξίσταντο πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και τοις αποκρίσεσιν Αυτού» (Λουκ. 2, 46-47). Όταν πάλι για πρώτη φορά, μετά τη Βάπτισή Του, άρχισε να διδάσκει στις Συναγωγές ή στο ύπαιθρο, «εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή Αυτού· ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς» (Ματθ. 7, 28). Όσοι Τον εγνώριζαν και Τον θεωρούσαν ως του Ιωσήφ «του τέκτονος υιόν», επειδή εγνώριζαν ότι ήταν αγράμματος, απορούσαν πολύ περισσότερο και ρωτούσαν: «Πόθεν τούτω η σοφία αύτη και αι δυνάμεις;» (Ματθ. 13, 54). «Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;» Οι πάντες ομολογούσαν ότι «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιω. 7, 46).

Τόσο ο τρόπος, όσο και κυρίως το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Θεανθρώπου έπειθαν και πείθουν ότι δεν ομιλούσε ως άνθρωπος, αλλ’ ως Θεός. Συμπληρώνοντας το Μωσαϊκό Νόμο έκανε σαφή διάκριση του λόγου Του ως μοναδικού και αιωνίου. Δεν έλεγε: «Τάδε λέγει Κύριος», αλλά: «Εγώ δε λέγω υμίν…». «Αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα έν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται» (Ματθ. 5, 18, 22). Το ύψος, η καθαρότητα και η πληρότητα της διδασκαλίας Του περί του Θεού ως Πνεύματος, Ενός και Τριαδικού, περί Αγγέλων και Δαιμόνων, περί ψυχής αθάνατης, περί αναστάσεως, περί κρίσεως και βασιλείας ουρανών, καθώς και περί αγάπης, ελεημοσύνης, συγχωρήσεως, καθαρότητας καρδίας, αγνότητας, μετανοίας, δικαιοσύνης, φιλαληθείας κλπ. δεν συγκρίνονται με καμμιά ανθρώπινη διδασκαλία εξωχριστιανική, ενώ η ανάλογη διδασκαλία των Προφητών είναι σκιώδης.

Κυρίως όμως τα αποτελέσματα της διδασκαλίας του Θεανθρώπου είναι εκείνα τα οποία πράγματι απέδειξαν και αποδεικνύουν ότι ο λόγος Του ήταν «εν εξουσία και δυνάμει» (Λουκ. 4, 36), «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. 6, 68), «διδαχή καινή» (Μαρ. 1, 27), «Ευαγγέλιον»! Και δεν ήταν τόσο το ότι ο λόγος Του συνοδευόταν από πολλά και πρωτοφανή «ορατά» θαύματα. Τα ψυχικά και αόρατα θαύματα, η άφεση των αμαρτιών, η μετάνοια και αλλαγή τελωνών, πορνών και ποικίλων αμαρτωλών, αυτά κυρίως αποδεικνύουν το θεϊκό και αιώνιο στοιχείο του λόγου Του. Το γεγονός της εκλογής ως Αποστόλων Του αγραμμάτων ψαράδων, η ριζική αλλαγή τους, η ανάδειξή τους σε οικουμενικούς διδασκάλους, και μόνα αυτά, με τους καρπούς που είχαν και έχουν, επιβεβαιώνουν την επίσημη μαρτυρία του βουλευτή Νικοδήμου: «Ραββί, οίδαμεν ότι από Θεό ελήλυθας διδάσκαλος· ουδείς γαρ ταύτα τα σημεία δύναται ποιείν α Συ ποιείς, εάν μη η ο Θεός μετ’ αυτού» (Ιω. 3, 2).

Τέλος ο Θεάνθρωπος κατά τη διδασκαλία Του πολλές φορές εφανέρωσε την υπερφυσική «προφητική» Του δύναμη, δηλ. όχι μόνο ότι προγνωρίζει τα μέλλοντα, αλλ’ ότι γνωρίζει τα πάντα! Ο Απόστολος Πέτρος, που εγνώριζε τα υπερφυσικό τούτο ιδίωμα του Κυρίου, ομολόγησε: «Κύριε, Συ πάντα οίδας» (Ιω. 21, 17). Έτσι, ό,τι προείπε, όλα συνέβησαν ακριβώς και μάλιστα τα άγια Πάθη Του, η τριήμερη Ανάστασή Του, η ίδρυση της Εκκλησίας Του, ο διωγμός των μαθητών Του, το τέλος της Ιερουσαλήμ κλπ. Και εντούτοις, ενώ εγνώριζε τα πάντα, δεν ομιλούσε με έπαρση, αλλά με ευγένεια, γλυκύτητα, πραότητα και ταπεινοφροσύνη. Δεν ήθελε να δοξάζεται, να επευφημείται. Ήθελε έμμεσα ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι τη Θεότητά Του. Ο λόγος Του ήταν ειρηνικός, ο έλεγχός Του πλήρης αγάπης, ώστε να μετανοούν και να σώζονται οι άνθρωποι. Και στον έλεγχο των αμετανοήτων Φαρισαίων διακρίνεται η αγάπη Του, ο πόνος Του για τη διαστροφή τους.

Αυτός λοιπόν διαγραμματικά ήταν και είναι ο Κ. η. Ι.Χ. ως Προφήτης και Διδάσκαλος. Γι’ αυτό ο Λόγος Του πραγματικά εφώτιζε και φωτίζει και καθαρίζει και ελευθερώνει νου, καρδιά, όλον τον άνθρωπο.

Εάν τώρα θα ήθελε κανείς ν’ αναφέρει τις ομολογίες ανθρώπων κάθε εποχής και τάξεως για τα αποτελέσματα που είχε σ’ αυτούς ο λόγος του Χριστού, θα έπρεπε να συνθέσει ολοκλήρους τόμους. Όλοι, ακόμη και όσοι δεν Τον επίστευσαν ως Θεό, αλλ’ ως σοφό διδάσκαλο, επαναλαμβάνουν την ομολογία των συγχρόνων Του: «Ουδέποτε ούτως ελάλησε άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος»! (Ιω. 7, 46). Εμείς όμως γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι αυτό έγινε και γίνεται, γιατί ο Ι. Χ. δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Ο Θεός-Πατήρ κατά τη Βάπτιση και τη Μεταμόρφωσή Του αποκάλυψε: «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα· Αυτού ακούετε» (Ματθ. 3, 17 και 17, 5).







β. Ο Ι. Χ. ως Μέγας Αρχιερεύς. (Το αρχιερατικό αξίωμα του Χριστού)
1. Η έννοια της θυσίας γενικά.
Για να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά, όχι λογικά, το μέγιστο μυστήριο του Σταυρού, πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορία των θυσιών, που είχαν αντιπροσωπευτικό και εξιλαστικό χαρακτήρα. Για να ενθυμείται δηλ. ο άνθρωπος πάντοτε ότι η αμαρτία απέναντι στον απειροτέλειο Θεό έχει άπειρη ενοχή και ότι σ’ αυτήν οφείλεται ο περιεκτικός θάνατός του, έκανε διάφορες ζωοθυσίες. Έτσι, αντί του θανάτου της δικής Του «ψυχής»-ζωής, που δεν «θέλει» ο φιλάνθρωπος Θεός (Ιεζ. 18, 23, 32), εθανάτωνε ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει μετά απ’ αυτόν, τα εκλεκτά ζώα. Με τη θυσία τους πίστευε ότι συμβολικά μεταβιβάζεται σ’ αυτά ο μολυσμός και η ενοχή των αμαρτιών του, έτσι ώστε, έστω συναισθηματικά και προσωρινά, να καθαρίζεται και ν’ απομακρύνεται απ’ αυτόν ο θάνατος. Μάλιστα για να τελούνται οι αντιπροσωπευτικές αυτές θυσίες με αντάξιο στο Θεό τρόπο, δηλ. όσο πιο τέλειες, εκλέγονταν όχι μόνο τα άριστα ζώα, αλλά και σαν θύτες-αντιπρόσωποι των ανθρώπων οι ευσεβέστεροι, οι ιερείς. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεχόταν τις θυσίες αυτές και τις καθιέρωσε επίσημα με το Μωσαϊκό νόμο.

Και τούτο, γιατί ο τρόπος αυτός θα βοηθούσε τον άνθρωπο όχι μόνο να αισθάνεται την αμαρτωλότητά του, αλλά και να προσεύχεται αισθητότερα ως «αισθητός» που είναι. «Εγώ δέδωκα αυτό υμίν επί του θυσιαστηρίου εξιλάσκεσθαι περί των ψυχών ημών· το γαρ αίμα αυτού (του ζώου) αντί ψυχής εξιλάσεται» (Λευιτ. 17, 11). Αν όσοι θυσίαζαν είχαν ειλικρίνεια, συντριβή και μετάνοια, δεχόταν ο Θεός τις θυσίες αυτές ως έκφραση ακριβώς της ψυχικής τους διαθέσεως. «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον…» (Ψαλμ. 50, 19), αποκάλυπτε διά μέσου των Προφητών Του. «…Αίμα ταύρων και τράγων ου βούλομαι… αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών ημών…» (Ησ. 1, 11, 16).

Αλλ’ ήταν φυσικά «αδύνατον αίμα ταύρω και τράγων αφαιρείν αμαρτίας» (Εβρ. 10, 4, 11). Ούτε και οι άνθρωποι-ιερείς, όσο ευσεβείς και αν ήσαν, μπορούσαν να εξαλείψουν αμαρτίες. Γι’ αυτό και όφειλαν, «καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτών προσφέρειν υπέρ αμαρτιών» (Εβρ. 5, 3). Σ’ αυτό ακριβώς το τραγικό αδιέξοδο του ανθρώπου απάντησε και «επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» (Τίτ. 2, 11 και 3, 4), δηλ. η θεία Ενανθρώπηση του Χριστού, η οποία ήταν εκούσια και αντιπροσωπευτική της ανθρωπίνης φύσεως.

2. Η Σταυρική Θυσία του Χριστού
α. Εκούσια και αντιπροσωπευτική
Όπως η θεία Ενανθρώπηση, η προϋπόθεση και το θεμέλιο της σωτηρίας μας, υπήρξε απόλυτα εκούσια και αντιπροσωπευτική όλης της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και η Σταυρική Θυσία του Κυρίου, που είναι η πραγματοποίηση και η τελείωση της σωτηρίας μας. Στο θείο σχέδιο της θείας Ενανθρωπήσεως συνυπάρχει αχώριστη και η Σταυρική Θυσία του Υιού-Λόγου «ως Αμνού αμώμου και σπίλου Χριστού, προεγνωσμένου προ καταβολής κόσμου» (Α΄ Πέτρ. 1, 19-20), ως «Αρνίου εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (Αποκ. 13, 8). Τα πάθη τα σεπτά και σωστικά είχαν προφητευθεί εκατοντάδες χρόνια προ της θείας Ενανθρωπήσεως, ιδιαίτερα απ’ τον Προφήτη Ησαΐα (Η΄ αι. π.Χ.). Αλλά και η πρώτη μαρτυρία του Τιμίου Προδρόμου για το Θεάνθρωπο ήταν πρόρρηση της αντιπροσωπευτικής και λυτρωτικής θυσίας Του: «Ίδε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1, 29).

Έτσι η ανάληψη απ’ το Θεάνθρωπο της ανθρωπίνης φύσεως, η εξομοίωση μ’ εμάς τους θνητούς «κατά πάντα καθ’ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. 4, 15), θα επεκτεινόταν και στο θάνατο. Ο θάνατος ακριβώς θα ήταν το έσχατο και ακρότατο σημείο της απόλυτα θεληματικής και ελεύθερης συγκαταβάσεως και εξομοιώσεως του Νέου Αδάμ προς το στενάζοντα μέσα στο θάνατο παλαιό Αδάμ. Όπως λοιπόν ο Θεάνθρωπος εξομοιώθηκε με την ανθρώπινη φύση στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, κόπο, πόνο κλπ.), για να τα εξαγιάσει, έτσι εξομοιώθηκε μ’ εμάς και στο θάνατο, για να τον καταργήσει. Και έγινε αυτό με τη μοναδική διπλή και αναντικατάστατη αντιπροσώπευση απ’ το Θεάνθρωπο του Αρχιερέως-Θύτη και εξιλαστηρίου Θύματος μαζί. Ό,τι με τις ζωοθυσίες πριν γινόταν συμβολικά και τυπικά, χωρίς ποτέ αληθινό λυτρωτικό αποτέλεσμα, μόνο τώρα, με τον εκούσιο Θάνατο του Θεανθρώπου, «εφάπαξ και διαπαντός» πραγματοποιήθηκε για όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων! «Μια γαρ προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους» (= όσους είχαν ανάγκη καθαρισμού. Εβρ. 10, 14). «… Όθεν και σώζειν εις το παντελές δύναται τους προσερχομένους δι’ Αυτού τω Θεώ πάντοτε ζων εις το εντυγχάνειν υπέρ αυτών» (Εβρ. 7, 25).

β. Τα άγια Πάθη και ο Θάνατος του Χριστού.
Όπως η πραγματική, αλλά ασύγχυτη ένωση των δύο φύσεων στο ένα Πρόσωπο του θείου Λόγου είναι και θα παραμένει μυστήριο ανεξήγητο για τον άνθρωπο, έτσι και τα άγια Πάθη και ο Θάνατος του Κυρίου. Έπαθε πραγματικά και πέθανε πάνω στο Σταυρό η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, ενώ η αχώριστα ενωμένη μαζί της θεία φύση έμεινε απόλυτα απαθής. Το πάθος σημαίνει μεταβολή, «τροπή», ενώ η θεία φύση είναι απόλυτα αμετάβλητη, επειδή είναι άυλη, τελεία και άπειρη. Όπως και κατά τη θεία Σάρκωση ούτε αλλοιώθηκε ούτε μίκρυνε η θεία φύση, που «χώρεσε» όμως και υπήρχε ολόκληρη στην ανθρώπινη, έτσι και κατά το Πάθος. Ενωμένη, αλλά ασύγχυτη με την ανθρώπινη έμεινε απαθής. Αντίθετα, η ανθρώπινη φύση, ενώ χάρη στην υπερφυσική Σύλληψη και την «υποστατική» ένωση στο ένα Πρόσωπο του θείου Λόγου με τη θεία ήταν και αυτή απαθής, έγινε, χωρίς να είναι, από άκρα συγκατάβαση παθητή και θνητή «δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν».

Μάλιστα η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, ακριβώς γιατί ήταν αναμάρτητη και «κατά φύσιν» απαθής, γι’ αυτό και ήταν ασύγκριτα πιο ευαίσθητη στον πόνο. Κανενός θνητού ο πόνος και τα βάσανα και όλων μαζί των ανθρώπων όλων των εποχών δεν μπορούν γι’ αυτό να συγκριθούν και ν’ αντισταθμισθούν με τον πόνο και την οδύνη του Κυρίου, «α δι’ ημάς εκών υπέμεινεν» επάνω στο Σταυρό. Και ενώ ολόκληρο αυτό το ανυπολόγιστο και ασήκωτο ανθρώπινα βάρος του πόνου και της οδύνης, σωματικά και ψυχικά, πραγματικά υπέφερε ο Κύριος, το υπέμεινε με άκρα υπομονή ως άνθρωπος. Μόνο για να φανεί ο πραγματικός Του πόνος, μας έδειξε με την αγωνία της Γεθσμανή και της κραυγής επάνω στο Σταυρό «ίνα τι με εγκατέλιπες;» πόσο αφόρητος ήταν ανθρώπινα.

Γι’ αυτό με το δικό Του πόνο ο Κύριος μπόρεσε ως άνθρωπος να εξαλείψει κάθε ανθρώπινο πόνο. Γι’ αυτό και μόνη η απλή σκέψη του Πάθους και του Σταυρού του Κυρίου μεταδίδει στον πιστό θεία δύναμη και παρηγοριά. γι’ αυτό, όπως γνωρίζουμε, τόσο πολύ τα τιμούμε και τα λατρεύουμε τα άγια Πάθη (Μ. Εβδομάδα, αλλά και κάθε μέρα ς΄ και θ΄ Ώρα στο Ωρολόγιο, και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, Παρακλητική). Γι’ αυτό επίσης για τον πιστό, μετά το Πάθος του Κυρίου, ο πόνος ο ανθρώπινος έχει βαθύτατο νόημα και είναι μια κατά δύναμη συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου, που λυτρώνει.

γ. Αποτελέσματα και πλεονεκτήματα της Σταυρικής Θυσίας του Ι. Χ.
Όλες οι θαυμαστές εξεικονίσεις και όλοι οι μυστικοί και πραγματικοί πόθοι του ανθρώπου εκπληρώνονται μόνο στο Σταυρό-Εσταυρωμένο «κατά τας Γραφάς», όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.

Έτσι, για ν’ αρχίσουμε απ’ τον «απολεσθέντα Παράδεισο» της Εδέμ, ενώ το ξύλο-δένδρο της «γνώσεως» με την παρακοή του Αδάμ προκάλεσε τον περιεκτικό θάνατο, το ξύλο του Σταυρού με την υπακοή του Νέου Αδάμ στο Θεό Πατέρα νεκρώνει τη νεκροποιό αμαρτία και βλαστάνει και βλυστάνει τη ζωή, την αληθινή «γνώση» και θέωση. Όπως απ’ την πλευρά του Αδάμ προήλθε η Εύα (= μητέρα ζωής φυσικής), έτσι και απ’ την πλευρά του Νέου Αδάμ προήλθε η Εκκλησία, ως μητέρα υπερφυσικής ζωής: «ύδωρ και αίμα». Πράγματι, με το ζωοποιό Μυστήριο του Βαπτίσματος ο αμαρτωλός καθαρίζεται, γεννάται και ανίσταται «εν Χριστώ», ενώ με το αγιότατο Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας-Κοινωνίας τρέφεται και αναγεννάται και μετέχει στην κατά χάρη θέωση και αιώνια ζωή.

Εξάλλου ο Σταυρός-Εσταυρωμένος είναι το αληθινό σύμβολο της Αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς το Θεό, Με την κάθετη διάστασή του συμβολίζει ταυτόχρονα την κατερχομένη Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και την ανερχομένη και υψοποιό αγάπη των ανθρώπων, στο πρόσωπο του αντιπροσώπου τους Νέου Αδάμ, προς το Θεό Πατέρα. Ενώ με την οριζόντια διάστασή του συμβολίζει επίσης την εκτεινομένη σε όλους τους ανθρώπους και όλα τα έθνη θεία Αγάπη, όπως και την ενοποιό αγάπη όλων των ανθρώπων προς το Θεό διά μέσου του Εσταυρωμένου αντιπροσώπου τους.

Τέλος δια μέσου της Εκκλησίας του Χριστού, που είναι το μυστικό Σώμα Του με κεφαλή τον Ίδιο το Χριστό, συνεχίζεται αναίμακτη, αλλά πραγματική η Σταυρική Θυσία του Χριστού, για να μετέχουν αισθητά και αληθινά οι πιστοί Του στη σωτηρία και θέωση που πηγάζει απ’ την πανσωστική Εκείνη Θυσία. Αόρατος, αλλ’ αληθινός Μ. Αρχιερεύς ο Χριστός συνεχίζει το αρχιερατικό Του αξίωμα και λειτούργημα δια μέσου της θ. Ευχαριστίας, όπου «Αυτός εστιν ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος» (Ευχή Χερουβ. θ. Λειτουργίας).

γ. Ο Ι. Χ. ως αιώνιος Βασιλεύς. (Το βασιλικό αξίωμα του Χριστού).
Το βασιλικό αξίωμα του Χριστού είναι η σφραγίδα όλου του ενιαίου απολυτρωτικού Του έργου. Σ’ όλα τα στάδια και σ’ όλες τις ενέργειες της επί γης παρουσίας και δράσεώς Του ο Θεάνθρωπος αφήνει έμμεσα ή άμεσα ν’ αποκαλύπτονται ακτίνες και δείγματα της άκτιστης δόξας Του και της παντοδυναμίας Του. Ήδη η μοναδική προϊστορία Του, οι Προφητείες, Τον προκηρύσσουν κυρίως ως βασιλέα πανίσχυρο και παγκόσμιο. Και όλες αυτές οι μεσσιανικές ή «βασιλικές» προκηρύξεις συνοψίζονται στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου απ’ τον Αρχάγγελο Γαβριήλ: «… Ούτος έσται μέγας και υιός Υψίστου κληθήσεται… και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος» (Λουκ. 1, 32-33). Τόσο μάλιστα επίστευσαν οι Ιουδαίοι ότι ο Μεσσίας θα έλθει ως πανίσχυρος βασιλεύς, ώστε δεν Τον επίστευσαν, όταν ήλθε και φανερώθηκε ταπεινός και άσημος, πράγμα που έκαμε για να μην καταφλεχθεί η κτίση απ’ την «άστεκτη» δόξα Του. «Στολή γαρ Θεότητος εστιν» η ταπείνωση, όπως λέγει ο μέγας ησυχαστής Αγ. Ισαάκ ο Σύρος (Ζ΄ αι. μ.Χ., Άπαντα, Λόγ. Κ΄).

Μόνο κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του θα εμφανισθεί με όλη Του τη δόξα και μεγαλοπρέπεια. Όσοι κατά την πρώτη Του παρουσία ήσαν και είναι «καθαροί τη καρδία» και ταπεινοί Τον αναγνωρίζουν και Τον βλέπουν ως Θεό και Βασιλέα (Ματθ. 5, 8).

Οι πονηροί και οι πωρωμένοι μόνο με τη δύναμη και το φόβο ξυπνούν και τρέμουν, αλλ’ η «πίστη» αυτή δεν τους ωφελεί. «Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι» (Ιάκ. 2, 19), πλην όμως δεν μετανοούν. Αν δεν έκρυβε τη δόξα Του και τη Θεότητά Του «δια του καταπετάσματος, τουτέστι της Σαρκός Αυτού» (Εβρ. 10, 20), δεν θα ήταν δυνατή η προσέγγισή Του. Ωστόσο όμως τόσα δείγματα της Θεότητας και της παντοδυναμίας Του παρουσίασε, ώστε να είναι αναπολόγητοι οι σύγχρονοί Του και οι μετέπειτα άπιστοι σ’ Αυτόν. Θ’ αναφέρουμε τα κυριότερα.

1. Τα θαύματα του Χριστού.
Για τον πιστό όχι μόνο η ζωή του Χριστού, αλλά και η δική του ζωή, όπως και η ύπαρξη και συντήρηση του Σύμπαντος είναι ένα συνεχιζόμενο θαύμα. Εντούτοις, επειδή τους λεγομένους φυσιφκούς νόμους με την αέναη επανάληψή τους τους συνηθίζουμε τόσο, ώστε να μη διακρίνουμε μέσα σ’ αυτούς «την αΐδιον δύναμιν και θειότητα» του Δημιουργού τους (Ρωμ. 1, 20), ο Θεάνθρωπος με την προσωρινή αναστολή τους πολλές φορές έδειξε φανερά ότι τους εξουσιάζει. Και είναι θαυμαστό ότι τα πλείστα θαύματά Του ο Θεάνθρωπος τα έκανε εκδηλώνοντας τη φιλανθρωπία Του σε πλάσματα δυστυχισμένα που με πίστη Τον ικέτευαν. Γι’ αυτό και σαν όρο της θαυματουργίας έθεσε την απλή και θερμή πίστη. «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», είπε, «και ουδέν αδυνατήσει υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως…»! (Μάρ. 9, 23· Ματθ. 17, 19-20).

Τα θαύματα του Κυρίου δεν ήσαν μόνο όσα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές, όπως ούτε οι λόγοι Του είναι μόνο αυτοί (Ιω. 20, 30-31). Ωστόσο και όσα περιγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια είναι πάρα πολλά και αναφέρονται σε πλείστες περιπτώσεις της ζωής του ανθρώπου και της φύσεως: α) θεραπείες παντοίων ασθενών, τυφλών, κωφαλάλων, παραλύτων, δαιμονισμένων· β) αναστάσεις νεκρών· γ) μεταβολή νερού σε κρασί, πολλαπλασιασμός 5 άρτων και 2 ιχθύων, πορεία στη θάλασσα κλπ. · δ) άφεση αμαρτιών, το μεγαλύτερο θαύμα. Και όλα με μόνο το λόγο Του ή με μια απλή χειρονομία Του. Και τούτο, επειδή για το Θεάνθρωπο τα θαύματά Του ήσαν η φυσική εκδήλωση της υπερφυσικής και θείας φύσεώς Του, τόσο στα θεία Του λόγια, όσο και στα θεία του έργα, που είναι αχώριστα.

2. Η Σταύρωση
Τα άγια Πάθη και μάλιστα τη Σταύρωση του Χριστού οι άπιστοι Ιουδαίοι και οι διάδοχοί τους τα θεώρησαν ως έσχατη αδυναμία Του και γι’ αυτό Τον ειρωνεύονταν.

Εντούτος, κατά τη Σταύρωσή Του ο Θεάνθρωπος έμμεσα ή άμεσα (άφατη υπομονή, αγάπη, σεισμός κ.ά. σημεία) αποκάλυψε ότι είναι τέλειος άνθρπωος, αλλά και βασιλεύς και εξουσιαστής του Σύμπαντος. «Δια τούτο βασιλέα Αυτόν καλώ», λέγει ο Άγ. Ιω. ο Χρυσόστομος, «επειδή βλέπω Αυτόν σταυρούμενον· βασιλέως γαρ εστιν (γνώρισμα) υπέρ των αρχομένων αποθνήσκειν» (PG 49, 413). Τη βασιλική όμως αυτή ιδιότητα του Χριστού τη διακρίνουν μόνο οι πιστοί, όπως συνέβηκε με το συσταυρωμένο Ληστή. Είδε δηλ. τον Εσταυρωμένο ως βασιλέα και Τον επικαλέσθηκε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου»· για ν’ ακούσει τη διαβεβαίωση: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω» (Λουκ. 23, 42-43).

3. Η Θεόσωμη Ταφή.
Τα προηγούμενα εκπληκτικά και αναμφισβήτητα θαύματα, που ήσαν ορατά και αισθητά σε πολλούς, υπήρξαν η σφραγίδα τόσων άλλων μαρτυριών και αποδείξεων ότι ο Θεάνθρωπος εκούσια έγινε αληθινός άνθρωπος, αλλά και εκούσια παραδόθηκε στο θάνατο. Το ότι εξάλλου ο θάνατός Του υπήρξε πραγματικός, το αποδεικνύουν η Ταφή Του από δύο πριν κρυφούς μαθητές Του και βουλευτές, αλλά και το σφράγισμα του Τάφου και η φρουρά Του από στρατιώτες δυσμενείς. Εντούτοις, ο σωματικός θάνατος και η Ταφή του Χριστού δεν υπήρξαν έσχατη αδυναμία Του, αλλά έσχατη «οικονομία». Μ’ αυτόν τον τρόπο η εξομοίωσή Του με το θνητό άνθρωπο έγινε πλήρως αντιπροσωπευτική, πλην «χωρίς αμαρτίας». Έτσι, όπως όλων των απογόνων του Αδάμ οι ψυχές είχαν με το θάνατό τους χωρισθεί απ’ τα σώματά τους και βρίσκονταν στον Άδη, που κυριαρχούσε ο Θάνατος, το ίδιο και η τελεία ανθρώπινη ψυχή του Νέου Αδάμ. Υποστατικά και αχώριστα ενωμένη με τη Θεότητα, εκούσια, αλλά πραγματικά χωρίσθηκε απ’ το Σώμα Του με το «Τετέλεσται». Νεκρό και «άπνουν» το Σώμα παρέμεινε τριήμερο στον Τάφο, ενώ η Ψυχή ενωμένη με τη Θεότητα κατήλθε εκούσια στον Άδη, όπου ήσαν όλες οι ψυχές των απογόνων του Αδάμ.

Αλλά μόνο μέχρις εδώ «τα της οικονομίας». Απ’ εδώ και μπρος δεν θα «κρύπτεται» πλέον η Θεότητα, αλλά θ’ αποκαλύπτεται φανερότερα και πληρέστερα. Έτσι, το Σώμα πρώτα του Χριστού, ως αναμάρτητο και θεωμένο εξαιτίας της «αντιδόσεως των ιδιωμάτων» των δύο φύσεων, παρέμεινε τριήμερο νεκρό και «άπνουν» στον Τάφο, αλλ’ αδιάφθορο, άφθαρτο, όπως είχε και προφητευθεί (Ψαλμ. 15, 10). Ανέμενε την επάνοδο σ’ Αυτό της θεωμένης επίσης Ψυχής του Λόγου, για να ενωθεί και πάλι μαζί της και ν’ αναστηθεί καινό και άφθαρτο στους αιώνες.