Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

2. ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

2. Ουσία του Θεού
Ενώ η έννοια και η γνώση της υπάρξεως του Θεού είναι έμφυτη και καθολική στον άνθρωπο, η ουσία όμως ή η φύση του Θεού είναι εντελώς απρόσιτη και άγνωστη. «Ότι μεν ουν έστι Θεός, δήλον (= φανερό) τι δε εστι κατ’ ουσίαν και φύσιν, ακατάληπτον τούτο παντελώς και άγνωστον» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός, PG 94, 797). Πραγματικά, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες της θ. Αποκαλύψεως σύμφωνα με τις οποίες αποκλείεται οποιαδήποτε έννοια ή γνώση απ’ τον άνθρωπο της ιδίας της ουσίας του Θεού. Και η έννοια-εικόνα του «φωτός», που συνήθως χρησιμοποιούν οι ιεροί συγγραφείς για την έκφραση ή παράσταση της φανερώσεως του Θεού, είναι μια έννοια-εικόνα ανθρώπινη και δεν εκφράζει την ουσία του Θεού. Η ίδια η ουσία του Θεού είναι υπερούσια και υπερώνυμη, ανώνυμη.

Αλλ’ όμως η ουσία του Θεού, ως η υπέρτατη ύπαρξη και άπειρη αρχή και πηγή κάθε υπάρξεως και ζωής, είναι ουσία ενεργής ή ουσιώδης ενέργεια. Είναι ουσία ουσιοποιός των όντων και ζωοποιός των ζώντων. Ουσία ανενέργητη ή ενέργεια ανούσια δεν υπάρχει, όπως ορθότατα λέγει ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εξάλλου η ουσία του Θεού είναι ουσία υποστατική και προσωπική. Ουσία που δημιουργεί υποστάσεις και πρόσωπα είναι αδιανόητο να είναι ανυπόστατη και απρόσωπη. Θεός αν-ούσιος, ανενέργητος και ανυπόστατος είναι ανύπαρκτος θεός. Ο Θεός λοιπόν υπάρχει ως η απόλυτη ύπαρξη, ως «ο Ων» -ουσία (το απόλυτο «Είναι» και το «όντως Ον» των φιλοσόφων), αλλά μόνο ως ουσιώδης ενέργεια υποστατική και προσωπική. Αυτός είναι ο Θεός της ορθόδοξης χριστιανικής Πίστεως, ο Θεός της θ. Αποκαλύψεως.

Πράγματι, ο Αυτοαποκαλυπτόμενος Θεός απ’ τον πρώτο στίχο της Π.Δ. μέχρι και τον τελευταίο της Κ.Δ. εμφανίζεται ως Θεός προσωπικός και ενεργής «ποιητής» των πάντων, ως πάνσοφος και παντοδύναμος Κυβερνήτης, ως φιλόψυχος Δεσπότης και φιλάνθρωπος Σωτήρας. Σ’ όλες όμως αυτές τις ενέργειες του Θεού, που είναι πραγματικές και έμμεσα ή άμεσα αντιληπτές ή «γνωστές» στον άνθρωπο, δεν αποκαλύπτεται η ίδια η άκτιστη ουσία του Θεού, αλλ’ η άκτιστη επίσης ενέργεια της ουσίας Του. Έτσι, όπως είδαμε να λέγει ο Μ. Βασίλειος, «αι μεν ενέργειαι Αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία Αυτού μένει απρόσιτος» (Επιστ. 234, 1). Αυτές τις άκτιστες θείες ενέργειες οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «τα περί την ουσίαν προσόντα», δηλ. ιδιώματα ή γνωρίσματα της θείας ουσίας. Η ίδια όμως η ουσία, που είναι απόλυτα απλή, παραμένει πάντοτε απρόσιτη και αγνώριστη. Αλλά και αυτά «τα περί την ουσίαν προσόντα» ή ιδιώματα του Θεού μόνο χάρη στη θ. Αποκάλυψη τα γνωρίζουμε, χάρη στο φωτισμό το Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη της Πίστεως. Οι άπιστοι ή ι ατελείς στην πίστη δεν μπορούν να διακρίνουν και να γνωρίσουν τα πνευματικά και θεία πράγματα. «Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος Αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού» (Α΄ Κορ. 2, 10). Κυρίως όμως τα υπεράγνωστα μυστήρια, μάλιστα όσα αναφέρονται στην ίδια την ουσία ή φύση του Θεού, όπως η Τριαδικότητα του Θεού και άλλα, αυτά «ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18), όσα βέβαια μπορούσαμε και έπρεπε να γνωρίζουμε δια μέσου της πίστεως.

«Τα περί την ουσίαν προσόντα» ή ιδιώματα του Θεού, που ο αριθμός τους είναι επίσης άγνωστος, για την καλύτερη προσέγγιση και μελέτη τους, διακρίνουν οι θεολόγοι: α) στα απόλυτα και φυσικά και β) στα σχετικά ιδιώματα του Θεού. Τα απόλυτα ανήκουν μόνο στη θ. φύση και είναι ακοινοποίητα, δηλ. ούτε μεταδίδονται στα κτίσματα ούτε μετέχονται από αυτά. (Π.χ. το άναρχο, το άπειρο, το αναλλοίωτο κλπ.). Εξάλλου τα θεία ιδιώματα που ως άκτιστες ενέργειες σχετίζονται με τον κόσμο και τον άνθρωπο λέγονται σχετικά μόνο απ’ την πλευρά του ανθρώπου. Και αυτά ανήκουν στη μία, απλή και αμέριστη θεία ουσία, πλην όμως είναι κοινοποιήσιμα ή μεθεκτά απ’ τα κτίσματα και μάλιστα απ’ τον άνθρωπο. (Π.χ. η γνώση, η δύναμη, η αγιότητα, η δικαιοσύνη του Θεού κλπ.).

Παρ’ όλο όμως που τα θεία ιδιώματα είναι διάφορες εκφράσεις ή παραστάσεις υποκειμενικές των θείων ενεργειών, ατελείς δηλ. έννοιες που κατ’ ανάγκη χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, ωστόσο η ύπαρξή τους είναι αντικειμενική και πραγματική. Δεν είναι βέβαια ποτέ ουσιώδεις διακρίσεις ούτε ανεξάρτητες απ’ τη θεία ουσία, με την οποία είναι αχώριστα ενωμένες και αποτελούν αμέριστες εκφράσεις της, πλην όμως είναι «ομολογίαι του κατ’ αλήθειαν τω Θεώ προσόντος» (Μ. Βασίλειος). Έτσι η γνώση των θείων ιδιωμάτων είναι για τον άνθρωπο γνώση αληθινή του Θεού, ανάλογη πάντοτε με την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: