Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

3. Το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου

3. Το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου
Ο σκοπός της θείας Ενανθρωπήσεως είναι η αποκατάσταση και χαρίτωση του «κατ’ εικόνα» και η πραγματοποίηση του «καθ’ ομοίωσιν», η σχετική δηλ. θέωση του ανθρώπου. «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθαν. Περί Ενανθρω., 54, ΒΕΠΕΣ 30, 119). Το υπερφυσικό τούτο έργο επραγματοποίησε ο Κύριος με όλη την επί γης θεία παρουσία Του, της οποίας όλοι οι σταθμοί και όλες οι εκδηλώσεις έχουν σωστική σημασία και συνέπεια για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και καλείται ο άνθρωπος να μιμηθεί και ν’ ακολουθήσει τα ίχνη του Θεανθρώπου ως μοναδικού Αρχετύπου του. «Δια τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού (=η Ενανθρώπηση), αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις (=η θ. διδασκαλία), τα Πάθη, ο Σταυρός, η Ταφή, η Ανάστασις, ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον δια μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν» (Μ. Βασ., Περί Αγ. Πν., 35, PG 32, 128 C). Βέβαια, το θεμέλιο της σωτηρίας μας είναι η θεία Ενανθρώπηση, η μυστηριώδης, αλλά πραγματική ένωση της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Χάρη δηλ. στην ενότητα και κοινότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού με τη δική μας ανθρώπινη φύση, αντιπροσωπευτικά και «δυνάμει» ενώθηκε με τη θεία φύση του Χριστού όλη η ανθρωπότητα, όλοι οι άνθρωποι «δυνάμει» έγιναν «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1, 4), όπως ο «πυρούμενος σίδηρος».

Εντούτοις, το απολυτρωτικό έργο Του ο Κύριος δεν ετελείωσε «δια μιας», αλλά σταδιακά και, όπως είπαμε, με όλη τη θεία ζωή και παρουσία Του, που συνοψίζεται σε τρεις κύριες μορφές της θείας Του ενεργείας ή στα τρία θεία Του αξιώματα: του Προφήτου-Διδασκάλου, του Αρχιερέως και του Βασιλέως. Για την καλύτερη κατανόηση του τριπλού αυτού έργου του Κυρίου, μολονότι είναι ενιαίο και αδιαίρετο, όπως και το Θεανθρώπινο Πρόσωπό του, θα γνωρίσουμε στη συνέχεια τα κύρια σημεία των τριών θείων αξιωμάτων.

α. Ο Ι.Χ. ως Προφήτης και Διδάσκαλος. (Το προφητικό αξίωμα του Χριστού).
Εφόσον η ουσία του «κατ’ εικόνα» έγκειται στο λογικό και νοερό της ψυχής, που αμαύρωσε και αχρείωσε η αμαρτία, η θεραπεία έπρεπε ν’ αρχίσει από τον ηγεμόνα νου. Και ο νους καθαρίζεται και φωτίζεται και τρέφεται μόνο με τα θεία νοήματα και ζωοποιά ρήματα της θείας Αληθείας. Εξάλλου, εφ’ όσον η έλευση του Κυρίου θα ήταν η επαλήθευση του κηρύγματος των Προφητών και το «πλήρωμα» του Νόμου, φυσικό ήταν να εμφανισθεί ως θείος Προφήτης, Διδάσκαλος και Νομοθέτης. Το προφητικό και διδακτικό λοιπόν αξίωμα του Κυρίου προσιδιάζει ακριβώς στη θεία Του Υπόσταση ως θείου Λόγου-Διερμηνέως του θείου Νου-Πατρός. Έπειτα, ως «Φως εκ Φωτός και Θεός αληθινός», μόνος Αυτός είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιω. 14, 6). Αυτός είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκ. 22, 13).

Πράγματι, οι ακροατές Του και οι μαθητές Του εξαρχής αντιλήφθηκαν την ασύγκριτη διαφορά μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Αυτός θα ήταν «ο Προφήτης», «ο Χριστός»-Μεσσίας (Ιω. 1, 21, 25). Ο Πρόδρομός Του εμαρτύρησε γι’ Αυτόν: «΄Ιδε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Ούτος εστι περί Ού εγώ είπον· οπίσω μου έρχεται Ανήρ ος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ην» (Ιω. 1, 29-30). Όταν για πρώτη φορά δωδεκαετής εκάθισε στο Ναό «εν μέσω των διδασκάλων ακούων και επερωτών αυτούς, εξίσταντο πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και τοις αποκρίσεσιν Αυτού» (Λουκ. 2, 46-47). Όταν πάλι για πρώτη φορά, μετά τη Βάπτισή Του, άρχισε να διδάσκει στις Συναγωγές ή στο ύπαιθρο, «εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή Αυτού· ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς» (Ματθ. 7, 28). Όσοι Τον εγνώριζαν και Τον θεωρούσαν ως του Ιωσήφ «του τέκτονος υιόν», επειδή εγνώριζαν ότι ήταν αγράμματος, απορούσαν πολύ περισσότερο και ρωτούσαν: «Πόθεν τούτω η σοφία αύτη και αι δυνάμεις;» (Ματθ. 13, 54). «Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;» Οι πάντες ομολογούσαν ότι «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιω. 7, 46).

Τόσο ο τρόπος, όσο και κυρίως το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Θεανθρώπου έπειθαν και πείθουν ότι δεν ομιλούσε ως άνθρωπος, αλλ’ ως Θεός. Συμπληρώνοντας το Μωσαϊκό Νόμο έκανε σαφή διάκριση του λόγου Του ως μοναδικού και αιωνίου. Δεν έλεγε: «Τάδε λέγει Κύριος», αλλά: «Εγώ δε λέγω υμίν…». «Αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα έν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται» (Ματθ. 5, 18, 22). Το ύψος, η καθαρότητα και η πληρότητα της διδασκαλίας Του περί του Θεού ως Πνεύματος, Ενός και Τριαδικού, περί Αγγέλων και Δαιμόνων, περί ψυχής αθάνατης, περί αναστάσεως, περί κρίσεως και βασιλείας ουρανών, καθώς και περί αγάπης, ελεημοσύνης, συγχωρήσεως, καθαρότητας καρδίας, αγνότητας, μετανοίας, δικαιοσύνης, φιλαληθείας κλπ. δεν συγκρίνονται με καμμιά ανθρώπινη διδασκαλία εξωχριστιανική, ενώ η ανάλογη διδασκαλία των Προφητών είναι σκιώδης.

Κυρίως όμως τα αποτελέσματα της διδασκαλίας του Θεανθρώπου είναι εκείνα τα οποία πράγματι απέδειξαν και αποδεικνύουν ότι ο λόγος Του ήταν «εν εξουσία και δυνάμει» (Λουκ. 4, 36), «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. 6, 68), «διδαχή καινή» (Μαρ. 1, 27), «Ευαγγέλιον»! Και δεν ήταν τόσο το ότι ο λόγος Του συνοδευόταν από πολλά και πρωτοφανή «ορατά» θαύματα. Τα ψυχικά και αόρατα θαύματα, η άφεση των αμαρτιών, η μετάνοια και αλλαγή τελωνών, πορνών και ποικίλων αμαρτωλών, αυτά κυρίως αποδεικνύουν το θεϊκό και αιώνιο στοιχείο του λόγου Του. Το γεγονός της εκλογής ως Αποστόλων Του αγραμμάτων ψαράδων, η ριζική αλλαγή τους, η ανάδειξή τους σε οικουμενικούς διδασκάλους, και μόνα αυτά, με τους καρπούς που είχαν και έχουν, επιβεβαιώνουν την επίσημη μαρτυρία του βουλευτή Νικοδήμου: «Ραββί, οίδαμεν ότι από Θεό ελήλυθας διδάσκαλος· ουδείς γαρ ταύτα τα σημεία δύναται ποιείν α Συ ποιείς, εάν μη η ο Θεός μετ’ αυτού» (Ιω. 3, 2).

Τέλος ο Θεάνθρωπος κατά τη διδασκαλία Του πολλές φορές εφανέρωσε την υπερφυσική «προφητική» Του δύναμη, δηλ. όχι μόνο ότι προγνωρίζει τα μέλλοντα, αλλ’ ότι γνωρίζει τα πάντα! Ο Απόστολος Πέτρος, που εγνώριζε τα υπερφυσικό τούτο ιδίωμα του Κυρίου, ομολόγησε: «Κύριε, Συ πάντα οίδας» (Ιω. 21, 17). Έτσι, ό,τι προείπε, όλα συνέβησαν ακριβώς και μάλιστα τα άγια Πάθη Του, η τριήμερη Ανάστασή Του, η ίδρυση της Εκκλησίας Του, ο διωγμός των μαθητών Του, το τέλος της Ιερουσαλήμ κλπ. Και εντούτοις, ενώ εγνώριζε τα πάντα, δεν ομιλούσε με έπαρση, αλλά με ευγένεια, γλυκύτητα, πραότητα και ταπεινοφροσύνη. Δεν ήθελε να δοξάζεται, να επευφημείται. Ήθελε έμμεσα ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι τη Θεότητά Του. Ο λόγος Του ήταν ειρηνικός, ο έλεγχός Του πλήρης αγάπης, ώστε να μετανοούν και να σώζονται οι άνθρωποι. Και στον έλεγχο των αμετανοήτων Φαρισαίων διακρίνεται η αγάπη Του, ο πόνος Του για τη διαστροφή τους.

Αυτός λοιπόν διαγραμματικά ήταν και είναι ο Κ. η. Ι.Χ. ως Προφήτης και Διδάσκαλος. Γι’ αυτό ο Λόγος Του πραγματικά εφώτιζε και φωτίζει και καθαρίζει και ελευθερώνει νου, καρδιά, όλον τον άνθρωπο.

Εάν τώρα θα ήθελε κανείς ν’ αναφέρει τις ομολογίες ανθρώπων κάθε εποχής και τάξεως για τα αποτελέσματα που είχε σ’ αυτούς ο λόγος του Χριστού, θα έπρεπε να συνθέσει ολοκλήρους τόμους. Όλοι, ακόμη και όσοι δεν Τον επίστευσαν ως Θεό, αλλ’ ως σοφό διδάσκαλο, επαναλαμβάνουν την ομολογία των συγχρόνων Του: «Ουδέποτε ούτως ελάλησε άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος»! (Ιω. 7, 46). Εμείς όμως γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι αυτό έγινε και γίνεται, γιατί ο Ι. Χ. δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Ο Θεός-Πατήρ κατά τη Βάπτιση και τη Μεταμόρφωσή Του αποκάλυψε: «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα· Αυτού ακούετε» (Ματθ. 3, 17 και 17, 5).







β. Ο Ι. Χ. ως Μέγας Αρχιερεύς. (Το αρχιερατικό αξίωμα του Χριστού)
1. Η έννοια της θυσίας γενικά.
Για να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά, όχι λογικά, το μέγιστο μυστήριο του Σταυρού, πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορία των θυσιών, που είχαν αντιπροσωπευτικό και εξιλαστικό χαρακτήρα. Για να ενθυμείται δηλ. ο άνθρωπος πάντοτε ότι η αμαρτία απέναντι στον απειροτέλειο Θεό έχει άπειρη ενοχή και ότι σ’ αυτήν οφείλεται ο περιεκτικός θάνατός του, έκανε διάφορες ζωοθυσίες. Έτσι, αντί του θανάτου της δικής Του «ψυχής»-ζωής, που δεν «θέλει» ο φιλάνθρωπος Θεός (Ιεζ. 18, 23, 32), εθανάτωνε ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει μετά απ’ αυτόν, τα εκλεκτά ζώα. Με τη θυσία τους πίστευε ότι συμβολικά μεταβιβάζεται σ’ αυτά ο μολυσμός και η ενοχή των αμαρτιών του, έτσι ώστε, έστω συναισθηματικά και προσωρινά, να καθαρίζεται και ν’ απομακρύνεται απ’ αυτόν ο θάνατος. Μάλιστα για να τελούνται οι αντιπροσωπευτικές αυτές θυσίες με αντάξιο στο Θεό τρόπο, δηλ. όσο πιο τέλειες, εκλέγονταν όχι μόνο τα άριστα ζώα, αλλά και σαν θύτες-αντιπρόσωποι των ανθρώπων οι ευσεβέστεροι, οι ιερείς. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεχόταν τις θυσίες αυτές και τις καθιέρωσε επίσημα με το Μωσαϊκό νόμο.

Και τούτο, γιατί ο τρόπος αυτός θα βοηθούσε τον άνθρωπο όχι μόνο να αισθάνεται την αμαρτωλότητά του, αλλά και να προσεύχεται αισθητότερα ως «αισθητός» που είναι. «Εγώ δέδωκα αυτό υμίν επί του θυσιαστηρίου εξιλάσκεσθαι περί των ψυχών ημών· το γαρ αίμα αυτού (του ζώου) αντί ψυχής εξιλάσεται» (Λευιτ. 17, 11). Αν όσοι θυσίαζαν είχαν ειλικρίνεια, συντριβή και μετάνοια, δεχόταν ο Θεός τις θυσίες αυτές ως έκφραση ακριβώς της ψυχικής τους διαθέσεως. «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον…» (Ψαλμ. 50, 19), αποκάλυπτε διά μέσου των Προφητών Του. «…Αίμα ταύρων και τράγων ου βούλομαι… αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών ημών…» (Ησ. 1, 11, 16).

Αλλ’ ήταν φυσικά «αδύνατον αίμα ταύρω και τράγων αφαιρείν αμαρτίας» (Εβρ. 10, 4, 11). Ούτε και οι άνθρωποι-ιερείς, όσο ευσεβείς και αν ήσαν, μπορούσαν να εξαλείψουν αμαρτίες. Γι’ αυτό και όφειλαν, «καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτών προσφέρειν υπέρ αμαρτιών» (Εβρ. 5, 3). Σ’ αυτό ακριβώς το τραγικό αδιέξοδο του ανθρώπου απάντησε και «επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» (Τίτ. 2, 11 και 3, 4), δηλ. η θεία Ενανθρώπηση του Χριστού, η οποία ήταν εκούσια και αντιπροσωπευτική της ανθρωπίνης φύσεως.

2. Η Σταυρική Θυσία του Χριστού
α. Εκούσια και αντιπροσωπευτική
Όπως η θεία Ενανθρώπηση, η προϋπόθεση και το θεμέλιο της σωτηρίας μας, υπήρξε απόλυτα εκούσια και αντιπροσωπευτική όλης της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και η Σταυρική Θυσία του Κυρίου, που είναι η πραγματοποίηση και η τελείωση της σωτηρίας μας. Στο θείο σχέδιο της θείας Ενανθρωπήσεως συνυπάρχει αχώριστη και η Σταυρική Θυσία του Υιού-Λόγου «ως Αμνού αμώμου και σπίλου Χριστού, προεγνωσμένου προ καταβολής κόσμου» (Α΄ Πέτρ. 1, 19-20), ως «Αρνίου εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (Αποκ. 13, 8). Τα πάθη τα σεπτά και σωστικά είχαν προφητευθεί εκατοντάδες χρόνια προ της θείας Ενανθρωπήσεως, ιδιαίτερα απ’ τον Προφήτη Ησαΐα (Η΄ αι. π.Χ.). Αλλά και η πρώτη μαρτυρία του Τιμίου Προδρόμου για το Θεάνθρωπο ήταν πρόρρηση της αντιπροσωπευτικής και λυτρωτικής θυσίας Του: «Ίδε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1, 29).

Έτσι η ανάληψη απ’ το Θεάνθρωπο της ανθρωπίνης φύσεως, η εξομοίωση μ’ εμάς τους θνητούς «κατά πάντα καθ’ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. 4, 15), θα επεκτεινόταν και στο θάνατο. Ο θάνατος ακριβώς θα ήταν το έσχατο και ακρότατο σημείο της απόλυτα θεληματικής και ελεύθερης συγκαταβάσεως και εξομοιώσεως του Νέου Αδάμ προς το στενάζοντα μέσα στο θάνατο παλαιό Αδάμ. Όπως λοιπόν ο Θεάνθρωπος εξομοιώθηκε με την ανθρώπινη φύση στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, κόπο, πόνο κλπ.), για να τα εξαγιάσει, έτσι εξομοιώθηκε μ’ εμάς και στο θάνατο, για να τον καταργήσει. Και έγινε αυτό με τη μοναδική διπλή και αναντικατάστατη αντιπροσώπευση απ’ το Θεάνθρωπο του Αρχιερέως-Θύτη και εξιλαστηρίου Θύματος μαζί. Ό,τι με τις ζωοθυσίες πριν γινόταν συμβολικά και τυπικά, χωρίς ποτέ αληθινό λυτρωτικό αποτέλεσμα, μόνο τώρα, με τον εκούσιο Θάνατο του Θεανθρώπου, «εφάπαξ και διαπαντός» πραγματοποιήθηκε για όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων! «Μια γαρ προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους» (= όσους είχαν ανάγκη καθαρισμού. Εβρ. 10, 14). «… Όθεν και σώζειν εις το παντελές δύναται τους προσερχομένους δι’ Αυτού τω Θεώ πάντοτε ζων εις το εντυγχάνειν υπέρ αυτών» (Εβρ. 7, 25).

β. Τα άγια Πάθη και ο Θάνατος του Χριστού.
Όπως η πραγματική, αλλά ασύγχυτη ένωση των δύο φύσεων στο ένα Πρόσωπο του θείου Λόγου είναι και θα παραμένει μυστήριο ανεξήγητο για τον άνθρωπο, έτσι και τα άγια Πάθη και ο Θάνατος του Κυρίου. Έπαθε πραγματικά και πέθανε πάνω στο Σταυρό η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, ενώ η αχώριστα ενωμένη μαζί της θεία φύση έμεινε απόλυτα απαθής. Το πάθος σημαίνει μεταβολή, «τροπή», ενώ η θεία φύση είναι απόλυτα αμετάβλητη, επειδή είναι άυλη, τελεία και άπειρη. Όπως και κατά τη θεία Σάρκωση ούτε αλλοιώθηκε ούτε μίκρυνε η θεία φύση, που «χώρεσε» όμως και υπήρχε ολόκληρη στην ανθρώπινη, έτσι και κατά το Πάθος. Ενωμένη, αλλά ασύγχυτη με την ανθρώπινη έμεινε απαθής. Αντίθετα, η ανθρώπινη φύση, ενώ χάρη στην υπερφυσική Σύλληψη και την «υποστατική» ένωση στο ένα Πρόσωπο του θείου Λόγου με τη θεία ήταν και αυτή απαθής, έγινε, χωρίς να είναι, από άκρα συγκατάβαση παθητή και θνητή «δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν».

Μάλιστα η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, ακριβώς γιατί ήταν αναμάρτητη και «κατά φύσιν» απαθής, γι’ αυτό και ήταν ασύγκριτα πιο ευαίσθητη στον πόνο. Κανενός θνητού ο πόνος και τα βάσανα και όλων μαζί των ανθρώπων όλων των εποχών δεν μπορούν γι’ αυτό να συγκριθούν και ν’ αντισταθμισθούν με τον πόνο και την οδύνη του Κυρίου, «α δι’ ημάς εκών υπέμεινεν» επάνω στο Σταυρό. Και ενώ ολόκληρο αυτό το ανυπολόγιστο και ασήκωτο ανθρώπινα βάρος του πόνου και της οδύνης, σωματικά και ψυχικά, πραγματικά υπέφερε ο Κύριος, το υπέμεινε με άκρα υπομονή ως άνθρωπος. Μόνο για να φανεί ο πραγματικός Του πόνος, μας έδειξε με την αγωνία της Γεθσμανή και της κραυγής επάνω στο Σταυρό «ίνα τι με εγκατέλιπες;» πόσο αφόρητος ήταν ανθρώπινα.

Γι’ αυτό με το δικό Του πόνο ο Κύριος μπόρεσε ως άνθρωπος να εξαλείψει κάθε ανθρώπινο πόνο. Γι’ αυτό και μόνη η απλή σκέψη του Πάθους και του Σταυρού του Κυρίου μεταδίδει στον πιστό θεία δύναμη και παρηγοριά. γι’ αυτό, όπως γνωρίζουμε, τόσο πολύ τα τιμούμε και τα λατρεύουμε τα άγια Πάθη (Μ. Εβδομάδα, αλλά και κάθε μέρα ς΄ και θ΄ Ώρα στο Ωρολόγιο, και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, Παρακλητική). Γι’ αυτό επίσης για τον πιστό, μετά το Πάθος του Κυρίου, ο πόνος ο ανθρώπινος έχει βαθύτατο νόημα και είναι μια κατά δύναμη συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου, που λυτρώνει.

γ. Αποτελέσματα και πλεονεκτήματα της Σταυρικής Θυσίας του Ι. Χ.
Όλες οι θαυμαστές εξεικονίσεις και όλοι οι μυστικοί και πραγματικοί πόθοι του ανθρώπου εκπληρώνονται μόνο στο Σταυρό-Εσταυρωμένο «κατά τας Γραφάς», όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.

Έτσι, για ν’ αρχίσουμε απ’ τον «απολεσθέντα Παράδεισο» της Εδέμ, ενώ το ξύλο-δένδρο της «γνώσεως» με την παρακοή του Αδάμ προκάλεσε τον περιεκτικό θάνατο, το ξύλο του Σταυρού με την υπακοή του Νέου Αδάμ στο Θεό Πατέρα νεκρώνει τη νεκροποιό αμαρτία και βλαστάνει και βλυστάνει τη ζωή, την αληθινή «γνώση» και θέωση. Όπως απ’ την πλευρά του Αδάμ προήλθε η Εύα (= μητέρα ζωής φυσικής), έτσι και απ’ την πλευρά του Νέου Αδάμ προήλθε η Εκκλησία, ως μητέρα υπερφυσικής ζωής: «ύδωρ και αίμα». Πράγματι, με το ζωοποιό Μυστήριο του Βαπτίσματος ο αμαρτωλός καθαρίζεται, γεννάται και ανίσταται «εν Χριστώ», ενώ με το αγιότατο Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας-Κοινωνίας τρέφεται και αναγεννάται και μετέχει στην κατά χάρη θέωση και αιώνια ζωή.

Εξάλλου ο Σταυρός-Εσταυρωμένος είναι το αληθινό σύμβολο της Αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς το Θεό, Με την κάθετη διάστασή του συμβολίζει ταυτόχρονα την κατερχομένη Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και την ανερχομένη και υψοποιό αγάπη των ανθρώπων, στο πρόσωπο του αντιπροσώπου τους Νέου Αδάμ, προς το Θεό Πατέρα. Ενώ με την οριζόντια διάστασή του συμβολίζει επίσης την εκτεινομένη σε όλους τους ανθρώπους και όλα τα έθνη θεία Αγάπη, όπως και την ενοποιό αγάπη όλων των ανθρώπων προς το Θεό διά μέσου του Εσταυρωμένου αντιπροσώπου τους.

Τέλος δια μέσου της Εκκλησίας του Χριστού, που είναι το μυστικό Σώμα Του με κεφαλή τον Ίδιο το Χριστό, συνεχίζεται αναίμακτη, αλλά πραγματική η Σταυρική Θυσία του Χριστού, για να μετέχουν αισθητά και αληθινά οι πιστοί Του στη σωτηρία και θέωση που πηγάζει απ’ την πανσωστική Εκείνη Θυσία. Αόρατος, αλλ’ αληθινός Μ. Αρχιερεύς ο Χριστός συνεχίζει το αρχιερατικό Του αξίωμα και λειτούργημα δια μέσου της θ. Ευχαριστίας, όπου «Αυτός εστιν ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος» (Ευχή Χερουβ. θ. Λειτουργίας).

γ. Ο Ι. Χ. ως αιώνιος Βασιλεύς. (Το βασιλικό αξίωμα του Χριστού).
Το βασιλικό αξίωμα του Χριστού είναι η σφραγίδα όλου του ενιαίου απολυτρωτικού Του έργου. Σ’ όλα τα στάδια και σ’ όλες τις ενέργειες της επί γης παρουσίας και δράσεώς Του ο Θεάνθρωπος αφήνει έμμεσα ή άμεσα ν’ αποκαλύπτονται ακτίνες και δείγματα της άκτιστης δόξας Του και της παντοδυναμίας Του. Ήδη η μοναδική προϊστορία Του, οι Προφητείες, Τον προκηρύσσουν κυρίως ως βασιλέα πανίσχυρο και παγκόσμιο. Και όλες αυτές οι μεσσιανικές ή «βασιλικές» προκηρύξεις συνοψίζονται στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου απ’ τον Αρχάγγελο Γαβριήλ: «… Ούτος έσται μέγας και υιός Υψίστου κληθήσεται… και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος» (Λουκ. 1, 32-33). Τόσο μάλιστα επίστευσαν οι Ιουδαίοι ότι ο Μεσσίας θα έλθει ως πανίσχυρος βασιλεύς, ώστε δεν Τον επίστευσαν, όταν ήλθε και φανερώθηκε ταπεινός και άσημος, πράγμα που έκαμε για να μην καταφλεχθεί η κτίση απ’ την «άστεκτη» δόξα Του. «Στολή γαρ Θεότητος εστιν» η ταπείνωση, όπως λέγει ο μέγας ησυχαστής Αγ. Ισαάκ ο Σύρος (Ζ΄ αι. μ.Χ., Άπαντα, Λόγ. Κ΄).

Μόνο κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του θα εμφανισθεί με όλη Του τη δόξα και μεγαλοπρέπεια. Όσοι κατά την πρώτη Του παρουσία ήσαν και είναι «καθαροί τη καρδία» και ταπεινοί Τον αναγνωρίζουν και Τον βλέπουν ως Θεό και Βασιλέα (Ματθ. 5, 8).

Οι πονηροί και οι πωρωμένοι μόνο με τη δύναμη και το φόβο ξυπνούν και τρέμουν, αλλ’ η «πίστη» αυτή δεν τους ωφελεί. «Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι» (Ιάκ. 2, 19), πλην όμως δεν μετανοούν. Αν δεν έκρυβε τη δόξα Του και τη Θεότητά Του «δια του καταπετάσματος, τουτέστι της Σαρκός Αυτού» (Εβρ. 10, 20), δεν θα ήταν δυνατή η προσέγγισή Του. Ωστόσο όμως τόσα δείγματα της Θεότητας και της παντοδυναμίας Του παρουσίασε, ώστε να είναι αναπολόγητοι οι σύγχρονοί Του και οι μετέπειτα άπιστοι σ’ Αυτόν. Θ’ αναφέρουμε τα κυριότερα.

1. Τα θαύματα του Χριστού.
Για τον πιστό όχι μόνο η ζωή του Χριστού, αλλά και η δική του ζωή, όπως και η ύπαρξη και συντήρηση του Σύμπαντος είναι ένα συνεχιζόμενο θαύμα. Εντούτοις, επειδή τους λεγομένους φυσιφκούς νόμους με την αέναη επανάληψή τους τους συνηθίζουμε τόσο, ώστε να μη διακρίνουμε μέσα σ’ αυτούς «την αΐδιον δύναμιν και θειότητα» του Δημιουργού τους (Ρωμ. 1, 20), ο Θεάνθρωπος με την προσωρινή αναστολή τους πολλές φορές έδειξε φανερά ότι τους εξουσιάζει. Και είναι θαυμαστό ότι τα πλείστα θαύματά Του ο Θεάνθρωπος τα έκανε εκδηλώνοντας τη φιλανθρωπία Του σε πλάσματα δυστυχισμένα που με πίστη Τον ικέτευαν. Γι’ αυτό και σαν όρο της θαυματουργίας έθεσε την απλή και θερμή πίστη. «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», είπε, «και ουδέν αδυνατήσει υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως…»! (Μάρ. 9, 23· Ματθ. 17, 19-20).

Τα θαύματα του Κυρίου δεν ήσαν μόνο όσα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές, όπως ούτε οι λόγοι Του είναι μόνο αυτοί (Ιω. 20, 30-31). Ωστόσο και όσα περιγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια είναι πάρα πολλά και αναφέρονται σε πλείστες περιπτώσεις της ζωής του ανθρώπου και της φύσεως: α) θεραπείες παντοίων ασθενών, τυφλών, κωφαλάλων, παραλύτων, δαιμονισμένων· β) αναστάσεις νεκρών· γ) μεταβολή νερού σε κρασί, πολλαπλασιασμός 5 άρτων και 2 ιχθύων, πορεία στη θάλασσα κλπ. · δ) άφεση αμαρτιών, το μεγαλύτερο θαύμα. Και όλα με μόνο το λόγο Του ή με μια απλή χειρονομία Του. Και τούτο, επειδή για το Θεάνθρωπο τα θαύματά Του ήσαν η φυσική εκδήλωση της υπερφυσικής και θείας φύσεώς Του, τόσο στα θεία Του λόγια, όσο και στα θεία του έργα, που είναι αχώριστα.

2. Η Σταύρωση
Τα άγια Πάθη και μάλιστα τη Σταύρωση του Χριστού οι άπιστοι Ιουδαίοι και οι διάδοχοί τους τα θεώρησαν ως έσχατη αδυναμία Του και γι’ αυτό Τον ειρωνεύονταν.

Εντούτος, κατά τη Σταύρωσή Του ο Θεάνθρωπος έμμεσα ή άμεσα (άφατη υπομονή, αγάπη, σεισμός κ.ά. σημεία) αποκάλυψε ότι είναι τέλειος άνθρπωος, αλλά και βασιλεύς και εξουσιαστής του Σύμπαντος. «Δια τούτο βασιλέα Αυτόν καλώ», λέγει ο Άγ. Ιω. ο Χρυσόστομος, «επειδή βλέπω Αυτόν σταυρούμενον· βασιλέως γαρ εστιν (γνώρισμα) υπέρ των αρχομένων αποθνήσκειν» (PG 49, 413). Τη βασιλική όμως αυτή ιδιότητα του Χριστού τη διακρίνουν μόνο οι πιστοί, όπως συνέβηκε με το συσταυρωμένο Ληστή. Είδε δηλ. τον Εσταυρωμένο ως βασιλέα και Τον επικαλέσθηκε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου»· για ν’ ακούσει τη διαβεβαίωση: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω» (Λουκ. 23, 42-43).

3. Η Θεόσωμη Ταφή.
Τα προηγούμενα εκπληκτικά και αναμφισβήτητα θαύματα, που ήσαν ορατά και αισθητά σε πολλούς, υπήρξαν η σφραγίδα τόσων άλλων μαρτυριών και αποδείξεων ότι ο Θεάνθρωπος εκούσια έγινε αληθινός άνθρωπος, αλλά και εκούσια παραδόθηκε στο θάνατο. Το ότι εξάλλου ο θάνατός Του υπήρξε πραγματικός, το αποδεικνύουν η Ταφή Του από δύο πριν κρυφούς μαθητές Του και βουλευτές, αλλά και το σφράγισμα του Τάφου και η φρουρά Του από στρατιώτες δυσμενείς. Εντούτοις, ο σωματικός θάνατος και η Ταφή του Χριστού δεν υπήρξαν έσχατη αδυναμία Του, αλλά έσχατη «οικονομία». Μ’ αυτόν τον τρόπο η εξομοίωσή Του με το θνητό άνθρωπο έγινε πλήρως αντιπροσωπευτική, πλην «χωρίς αμαρτίας». Έτσι, όπως όλων των απογόνων του Αδάμ οι ψυχές είχαν με το θάνατό τους χωρισθεί απ’ τα σώματά τους και βρίσκονταν στον Άδη, που κυριαρχούσε ο Θάνατος, το ίδιο και η τελεία ανθρώπινη ψυχή του Νέου Αδάμ. Υποστατικά και αχώριστα ενωμένη με τη Θεότητα, εκούσια, αλλά πραγματικά χωρίσθηκε απ’ το Σώμα Του με το «Τετέλεσται». Νεκρό και «άπνουν» το Σώμα παρέμεινε τριήμερο στον Τάφο, ενώ η Ψυχή ενωμένη με τη Θεότητα κατήλθε εκούσια στον Άδη, όπου ήσαν όλες οι ψυχές των απογόνων του Αδάμ.

Αλλά μόνο μέχρις εδώ «τα της οικονομίας». Απ’ εδώ και μπρος δεν θα «κρύπτεται» πλέον η Θεότητα, αλλά θ’ αποκαλύπτεται φανερότερα και πληρέστερα. Έτσι, το Σώμα πρώτα του Χριστού, ως αναμάρτητο και θεωμένο εξαιτίας της «αντιδόσεως των ιδιωμάτων» των δύο φύσεων, παρέμεινε τριήμερο νεκρό και «άπνουν» στον Τάφο, αλλ’ αδιάφθορο, άφθαρτο, όπως είχε και προφητευθεί (Ψαλμ. 15, 10). Ανέμενε την επάνοδο σ’ Αυτό της θεωμένης επίσης Ψυχής του Λόγου, για να ενωθεί και πάλι μαζί της και ν’ αναστηθεί καινό και άφθαρτο στους αιώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: