Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΑΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ:1. H ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1. Η ύπαρξη του Θεού.
α. «Ο Ών».
1. Η πρώτη και θεμελιώδης αλήθεια της θ. Αποκαλύψεως είναι η αλήθεια της υπάρξεως του Θεού. Καμμιά άλλη αλήθεια δεν διδάσκεται και δεν επαναλαμβάνεται τόσο συχνά και έντονα σ’ ολόκληρη την Αγ. Γραφή και την Ι. Παράδοση, όσο η αλήθεια της υπάρξεως του Θεού και της πίστεως σ’ Αυτόν. «Πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστι και τοις εκζητούσιν Αυτόν μισθαποδότης γίνεται» (Εβρ. 11, 6). «Εγώ ειμι ο Ων… ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ…· τούτο μοι εστιν όνομα αιώνιον» (δηλ. ο Ων = ο Υπάρχων), αποκάλυψε ο Θεός στο Θεόπτη Μωυσή, τον πρώτο ιερό συγγραφέα της θ. Αποκαλύψεως (Εξ. 3, 14-15). Ως μία χρυσή αλυσίδα η αλήθεια και η πίστη αυτή συνδέει και θα συνδέει αδιάκοπα όλους τους πιστούς στον Ένα Αληθινό Θεό, από του Αδάμ και του «πατέρα των πιστών» Αβραάμ μέχρι σήμερα και πάντοτε, αιώνια.

Γιατί μόνη η πίστη αυτή είναι το θεοπατροπαράδοτο και «μέγιστον μάθημα», το πρώτο αγαθό στον άνθρωπο, χωρίς το οποίο τα πάντα είναι «ματαιότης ματαιοτήτων» (Εκκλ. 1, 2).

2. Αλλ’ ωστόσο υπάρχουν και οι άπιστοι. Αυτοί για να πιστεύσουν, θέλουν να «ιδούν» το Θεό με τα μάτια τους, ή, έστω, να πεισθούν λογικά. Θέλουν δηλ. απτές-πειραματικές ή λογικές αποδείξεις.

Ενώ όμως υπάρχει το φως και ο ήλιος, οι τυφλοί ούτε «βλέπουν» ούτε εννοούν τι «είδους» είναι το φως, ο ήλιος, τα χρώματα. Πρέπει πρώτα να θεραπευθούν, ν’ αποκτήσουν το αισθητήριο του φωτός, και τότε βέβαια θα ιδούν!

Πράγματι, η θεία Αποκάλυψη, που είναι αλήθεια και με την αλήθεια θέλει να φωτίσει και να ελευθερώσει τον άνθρωπο, την απιστία την αντιμετωπίζει ως «ασθένεια» και αδυναμία του ανθρώπου, και μάλιστα «καρδιακής» πρώτα φύσεως και έπειτα «λογικής». Έτσι μόνο με τη συνειδητοποίηση αυτής της βασικής αληθείας μπορεί να θεραπευθεί η διπλή αυτή νόσος της απιστίας.

β. «Ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού.
Οι ασθενείς θέλουν ανοχή, κατανόηση και αγάπη, όχι σκληρότητα ή ψυχρότητα. Γι’ αυτό και ο μόνος φιλάνθρωπος με τη θ. Αποκάλυψή Του συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία και συζητεί τους «διαλογισμούς» και τους δισταγμούς των «ασθενών» στη συνείδηση και στην πίστη αποβλέποντας στη θεραπεία τους. Έτσι, ξεκινώντας από τη φυσική εμπειρία του ανθρώπου, δηλ. τη φυσική αποκάλυψη, ζητεί να τον οδηγήσει δια μέσου της φύσεως και των ορατών στην υπερφυσική γνώση του Αοράτου θεού, δια μέσου πλέον της πίστεως. Πράγματι, αιώνες πριν «γεννηθεί» η Φιλοσοφία, η θ. Αποκάλυψη εχρησιμοποίησε με το δικό της τρόπο τις λεγόμενες «λογικές αποδείξεις ή ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού, όπως συνήθως τις ονομάζουν οι θεολογούντες φιλόσοφοι, αλλά και οι θεολόγοι. Αρκετά στοιχεία των «ενδείξεων» αυτών έχουν αναφερθεί στα εισαγωγικά μαθήματα. Οι «ενδείξεις» όμως αυτές συνήθως αποτελούν μια ενότητα και είναι οι εξής: κοσμολογική-τελεολογική, ιστορική-θρησκειολογική και ηθική. Θεολογικά συνδέονται άμεσα με τις λεγόμενες «σχετικές ιδιότητες» του Θεού, δηλ. με τις άκτιστες θείες ενέργειές Του, δια μέσου των οποίων και αποκτά ο άνθρωπος σχετική πάντοτε γνώση του Ακτίστου Θεού.

1. Κοσμολογική-τελεολογική ένδειξη.
Τα στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως για την ύπαρξη του κόσμου ως ενεργήματος ή αποτελέσματος της άκτιστης δημιουργικής δυνάμεως του Θεού, η τάξη, η αρμονία, η σκοπιμότητα (το «τέλος» = σκοπός) συνιστούν ακριβώς την κοσμολογική-τελεολογική ένδειξη. Η θ. Αποκάλυψη με μάρτυρά της τον Απ. Παύλο συνοψίζει ως εξής την ένδειξη αυτή: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3, 4). Ο Κόσμος θεωρείται ένας «οίκος», του οποίου κτίστης και οικοδεσπότης είναι ο Θεός). Ως εκπρόσωπος της Ι.Π. ο Μ. Αθανάσιος καταθέτει επίσης τη δική του μαρτυρία: «Έστι (= είναι δυνατόν) και από των φαινομένων την περί Θεού γνώσιν καταλαβείν, της κτίσεως ώσπερ γράμμασι διά της τάξεως και αρμονίας τον εαυτής Δεσπότην και Ποιητήν σημαινούσης και βοώσης» (ΒΕΠΕΣ 30, 61).

2. Ιστορική-θρησκειολογική ένδειξη
Όσα έχουμε αναφέρει σχετικά με τη Θρησκεία ως πανανθρώπινο ιστορικό φαινόμενο (για την έμφυτη θρησκευτικότητα κλπ.)συνιστούν ακρριβώς τα στοιχεία της ενδείξεως αυτής. Οι σχετικές μαρτυρίες των παλαιών, ποιητών, φιλοσόφων, ιστορικών, καθώς και των νεωτέρων είναι πάρα πολλές και τεκμηριωμένες. Κλασσική θεωρείται η σχετική διαπίστωση του ιστορικοφιλοσόφου Πλουτάρχου (46-127 μ.Χ.):

«Εύροις δ’ αν επιών (= επισκεπτόμενος, ερευνώντας) και πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων· ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς… ουδείς εστιν ουδ’ έσται γεγονώς θεατής· αλλά πόλις αν μοι δοκεί μάλλον εδάφους χωρίς ή πολιτεία, της περί θεών δόξης αναιρεθείσης παντάπασι, σύστασιν λαβείν ή λαβούσα τηρήσαι»! (Ηθικά VI, 2, 173, Προς Κολώτην).

Πράγματι, όλα τα σχετικά στοιχεία, τα οποία είναι αναμφισβήτητα, οδηγούν στο λογικό και ψυχολογικό συμπέρασμα: ό,τι δεν υπάρχει αντικειμενικά και δεν είναι πραγματικό δεν μπορεί να είναι ο καθολικότερος ιστορικός νόμος και η ψυχή του ανθρωπίνου πολιτισμού, δηλ. η πίστη στο Θεό.

3. Ηθική ένδειξη.
Τα στοιχεία της ηθικής ενδείξεως για την ύπαρξη του Θεού (αλλά και αθάνατης ψυχής μετά θάνατον, αιώνιας ζωής, όπου θα επικρατήσει αιώνια η ηθική τάξη, δηλ. η αμοιβή και ευτυχία των αγαθών και δικαίων, όπως και η τιμωρία και δυστυχία των φαύλων και αδίκων) είναι όλα εκείνα τα στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως τα σχετικά με την έμφυτη ηθική συνείδηση στον άνθρωπο. Αλλ’ η ασίγαστη και αδέκαστη φωνή του εμφύτου ηθικού νόμου στον κόσμο αυτό, καίτοι δεν καταπνίγεται, περιφρονείται, ο ηθικός νόμος καταπατείται. Εξωτερικά πολλές φορές επικρατούν οι φαύλοι, ενώ οι αγαθοί περιφρονούνται και παραγκωνίζονται και δυστυχούν. Και όμως, ο έμφυτος στον άνθρωπο ηθικός νόμος απαιτεί τη δικαιοσύνη, στην επικράτηση της οποίας πιστεύει ανέκαθεν και καθολικά ο άνθρωπος. Ακριβώς αυτή η πίστη είναι μια σαφής και ισχυρότατη ένδειξη ότι υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά ηθικός νόμος, αλλά και Αιώνιος Νομοθέτης και Δικαιοκρίτης, ο Θεός. Αυτός είναι ο ακοίμητος της «Δίκης οφθαλμός» της φυσικής αποκαλύψεως των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός είναι ο Αληθινός Θεός της θ. Αποκαλύψεως, ο οποίος «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την Οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν Ανδρί Ω ώρισε πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας Αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. 17, 31). Στο κήρυγμά του αυτό ο Απ. Παύλος, στο Βράχο του Αρείου Πάγου στην Αθήνα, χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως.

γ. Από τη φυσική στην υπερφυσική Αποκάλυψη.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τις προηγούμενες «λογικές ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού ως διεγερτικά της αληθινής πίστεως. Όταν όμως, με τη χάρη του Θεού, εμφυσηθεί αυτή η άσβηστη σπίθα, για ν’ ανάψει και ως φλόγα να φωτίσει την καρδιά του ανθρώπου, πρέπει να συνδεθεί με «το Φως το αληθινόν» της θ. Αποκαλύψεως. Στην Α. Γραφή και τη ζωντανή Ι. Παράδοση της Εκκλησίας μας, κοντά στους ζωντανούς μάρτυρες της πίστεως, θα βρει ο νεοφώτιστος πιστός τους εμπείρους διδασκάλους, για να μάθει και να παραλάβει και αυτός το θεοπατροπαράδοτο και «μέγιστο μάθημα» της πίστεως: «Είς Θεός ο προ πάντων και επί πάντων και εν πάσι και υπέρ το παν»! (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Δεν υπάρχουν σχόλια: