Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

4. Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η αμαρτία και πτώση του ανθρώπου.
α. Τα αίτια της αμαρτίας-πτώσεως.
Ο Πανάγαθος Δημιουργός τη διαφύλαξη και επαύξηση των δωρεών Του στα λογικά και αυτεξούσια όντα, τους Αγγέλους και τους ανθρώπους, θέλησε να εξαρτήσει από την ελεύθερη θέλησή τους. Βέβαια, η άκτιστη θεία Του Χάρη, που είναι η «ουσία των όντων και ζωή των ζώντων» (Αγ. Γρηγ. Παλαμάς), δεν θα τους εγκατέλειπε ποτέ. Μάλιστα για υποβοήθηση του ανθρώπου, για σταθεροποίηση της θελήσεώς του στο αγαθό θέλημά Του, αλλά και για έμπρακτη απόδειξη της αγάπης και εμπιστοσύνης του σ’ Αυτόν, του έδωσε μια συγκεκριμένη Εντολή:

«Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων· από παντός ξύλου του εν τω Παραδίσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού· η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2, 16-17).

Μέχρι τη στιγμή αυτή οι Πρωτόπλαστοι βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία με το Θεό, με τον εαυτό τους και τη λοιπή κτίση, που εξουσίαζαν. Όλα ήσαν «καλά λίαν».

Αλλ’ έρχεται ο μισόκαλος Διάβολος, για να κλονίσει ακριβώς το ζητούμενο, την εμπιστοσύνη στο Θεό. Το αισθητό σύμβολο για να δείξει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και υπακοή του στο Θεό ήταν η Εντολή, και αυτήν διαβάλλει ο Διάβολος:

«Τι ότι είπεν ο Θεός ου μη φάγητε από παντός ξύλου του Παραδείσου;» (Γεν. 3, 1).

Δεν ήταν αυτή η εντολή του Θεού. Αυτό το γνωρίζει η Εύα και γι’ αυτό στην πρώτη προσβολή αντικρούει το Διάβολο. Αλλ’ ενώ εκείνος συνεχίζει πειράζων και ψευδόμενος, δυστυχώς συνεχίζει να τον ακούει και η Εύα! Γι’ αυτό τώρα θα τη δελεάσει με τον έμφυτο πόθο του «καθ’ ομοίωσιν». Έτσι, παρ’ όλο που ο Διάβολος ψευδόμενος αντιστρέφει την Εντολή και παρουσιάζει ψευδόμενο το Θεό (!), η Εύα συνεχίζει να τον προσέχει, δελεάζεται, σκοτίζεται και παραβιάζει την Εντολή του Θεού! Υπακούει στο Διάβολο, ατενίζει τον «ωραίο» καρπό και τρώγει μαζί με τον Αδάμ ελπίζοντας να γίνουν θεοί… Αλλ’ έγιναν «γυμνοί» απ’ όλα εκείνα τα χαρίσματα της παραδείσιας μακαριότητας.

Είτε κυριολεκτικά είτε συμβολικά ερμηνευθούν οι λόγοι περί δένδρου και καρπού, ο πειρασμός, ο κλονισμός και η πτώση του ανθρώπου είναι γεγονός και η ουσία της αμαρτίας είναι μία: απιστία και παρακοή στο Θεό, υπακοή στον πειραστή Διάβολο και ικανοποίηση της φιλαυτίας, είτε ως ηδονής, δια των οφθαλμών και της κοιλίας, είτε ως φιλοδοξίας, όπως στους δαίμονες.

Το φοβερότερο όμως ήταν –και είναι- ότι οι Πρωτόπλαστοι, μετά την αμαρτία ή, έστω μετά το δίκαιο έλεγχό τους απ’ το Θεό, δεν σπεύδουν να ζητήσουν συγχώρηση, δεν μετανοούν καταφεύγοντας στην άπειρη αγάπη του Θεού-Πατέρα τους! Αντίθετα, ευρύνουν το τραύμα και το χάσμα της αμαρτίας τους με τη δικαιολογία – αντιλογία και μάλιστα την έμμεση επίρριψη ευθύνης στο Θεό: «Η γυνή, ην έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου και έφαγον», απαντά ο Αδάμ στην ερώτηση του Θεού, που δεν εσήμαινε άγνοια, αλλ’ υποβοήθηση για μετάνοια. «Ο όφις ηπάτησέ με και έφαγον», απαντά και η Εύα, δηλ. «το δημιούργημά Σου και άρα Συ ο Δημιουργός του»! (Γεν. 3, 12-13). Η αμαρτία δηλ. ως αστοχία και αποτυχία της επιδιωκομένης αυτονομίας, γίνεται αυθάδεια απέναντι στη Θεονομία!

β. Εξωβιβλικές παραδόσεις για την πτώση του ανθρώπου.
Δεν είναι όμως μόνο η Γένεση και γενικά η θ. Αποκάλυψη που θεωρεί και παραδίδει την πτώση των Πρωτοπλάστων ως την αρχή και ρίζα της κακοδαιμονίας του. Όλες οι αρχαίες παραδόσεις των λαών και όλες οι μυθολογίες τους αρχίζουν την περιγραφή τους από κάποιον «χρυσούν αιώνα», απ’ τον οποίο εξέπασαν οι άνθρωποι εξαιτίας κάποιας επαναστάσεως ή απάτης και προσβολής του Θεού ή των θεών απ’ τον άνθρωπο. Οι παραδόσεις των Ασσυροβαβυλωνίων, των Αιγυπτίων, των Ινδών, των Σινών, των Μογγόλων, των Σκανδιναβών, αλλά και των Προκολομβιανών της Αμερικής με παραλλαγές συμπίπτουν στο σημείο αυτό. Υπάρχει μάλιστα και η παρεμβολή, όπως και η παράσταση σε ευρήματα του «όφεως». Στην καθαρότερή τους μορφή διασώζονται οι παραδόσεις αυτές στην Ελληνική Μυθολογία (Όμηρος, Ησίοδος κ.ά.) και μάλιστα στους γνωστούς μύθους της Πανδώρας και του Προμηθέα.

γ. Τα αποτελέσματα της αμαρτίας.
α. Ο θάνατος και το φυσικό κακό.
Ως περιεκτική συνέπεια της αμαρτίας ο Θεός είχε εξαγγείλει το «θάνατο», που είναι πνευματικός και σωματικός, προσωρινός και αιώνιος, όπως και η φύση του ανθρώπου. Βέβαια ο θάνατος αυτός ήταν δυνατό να είναι ακαριαίος και απόλυτος, δηλ. να σημάνει τον εκμηδενισμό του ανθρώπου, αφού η ύπαρξή του και η ζωή του οφείλονται στη θεία Χάρη, την «ουσία των όντων και ζωή των ζώντων». Αν θελήσει ο Θεός απ’ τα κτίσματα ν’ «αντανέλη το πνεύμα αυτών», αυτόματα «και εκλείψουσι», θα εκμηδενισθούν! (Ψαλμ. 103, 29). Εντούτοις, αφού τα πονηρά πνεύματα και ο άνθρωπος, χάρη στο δώρο της ελευθερίας, προτίμησαν την αυτονομία, όπως ο Άσωτος της Παραβολής, ο Αγαθός Θεός ούτε την ύπαρξή τους ανακάλεσε και αναίρεσε («αντανείλεν»), αλλ’ούτε και την ελευθερία τους. Έτσι ο άνθρωπος με τον εκούσιο χωρισμό του απ’ το Θεό εξήλθε απ’ τον Παράδεισο, τη ζωή της μακαριότητας, και εισήλθε «εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ματθ. 4, 16), του πνευματικού πρώτα και πραγματικού θανάτου. Γιατί ο σωματικός, ο λεγόμενος «φυσικός» θάνατος, καίτοι είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι αγαθή οικονομία και παραχώρηση του Θεού για την άρση της πρωταιτίας του θανάτου. Πράγματι, «ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας αϊδιότητος εποίησεν αυτόν· φθόνω δε Διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον!...» (Σ. Σολ. 2, 23-24). «…ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (έ.α., 1, 13).

Αλλ’ όμως, πώς συνέβη και έγινε «θνητό» το υλικό σώμα του ανθρώπου και γενικά η υλική κτίση φθαρτή, αφού αιτία του θανάτου είναι το αυτεξούσιο, που η ύλη δεν έχει; Ποια εξήγηση λοιπόν έχει η αναμφισβήτητη ύπαρξη και «φυσικού κακού», η διαστροφή της «φύσει» πλασμένης «καλής λίαν» υλικής κτίσεως; (φθορά, διάλυση, θάντος φυτών-ζώων, αλλά και εχθρική στάση κατά του ανθρώπου: βλαβερά ή επικίνδυνα φυτά και ζώα, πλημμύρες ή ανομβρίες, σεισμοί κλπ.). Αλλ’ εδώ ακριβώς φαίνεται η άπειρη σοφία και αγάπη του Θεού, ώστε ν’ αναφωνήσει ο Μέγας Παύλος: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα Αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Αυτού»! (Ρωμ. 11, 33).

Μετά δηλ. την πτώση, αφού ο Θεός δεν αφαίρεσε την ύπαρξη απ’ τον άνθρωπο, για να διατηρείται ο άνθρωπος στη ζωή σαν πνευματοϋλική ύπαρξη που είναι, είχε και έχει ανάγκη να χρησιμοποιεί την υλική κτίση για το υλικό σώμα του. Αν όμως σαν ελεύθερο πνεύμα ήθελε να μένει αιώνια μακριά απ’ το Θεό, στο κακό, εξαιτίας του αχωρίστου συνδέσμου ψυχής και σώματος, θα χρησιμοποιούσε αιώνια την «καλήν λίαν» υλική κτίση για τους κακούς σκοπούς του. Έτσι η άψυχη φύση θα ήταν αιώνιος υπηρέτης του κακού στο πνεύμα ανθρώπου, ενώ είχε κτισθεί «καλή» για να τον υπηρετεί στο καλό και αγαθό θέλημα του Θεού. Για να μη μείνει λοιπόν αιώνια παγιδευμένη η «καλή», αλλά ανελεύθερη υλική φύση στο κακό και μαζί της και ο άνθρωπος, μ’ ένα λόγο, «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» (Αγ. Γρηγ. Θεολ., PG 36, 324), ο αγαθός Θεός επιτρέπει προσωρινά μόνο το σωματικό θάνατο, όχι σαν τιμωρία, αλλά σαν ευεργεσία του ανθρώπου και της κτίσεως. Και τον επιτρέπει όχι μερικά, για ορισμένους μόνο, αλλά σαν καθολικό νόμο, ώστε να μη θεωρείται σε άλλους δέσμευση και σε άλλους εύνοια. Έτσι τα ευεργετικά αποτελέσματα του σωματικού θανάτου σχετικά προς το ανώτερο, την ψυχή, θα είναι μια δυνατότητα καθολική. Χωρίς να επέμβει και να θίξει στο παραμικρό την ελεύθερη ψυχή του ανθρώπου, επεμβαίνει πατρικά μόνο στο υλικό σώμα και την υλική κτίση, όπου δεν υπάρχει ελευθερία και άρα δέσμευση. Επεμβαίνει και κάνει «θνητή» τη φύση τους και στη «θνητότητα» αυτή δίνει μια θεραπευτική ιδιότητα για την ψυχή. Επιτρέποντας η λύπη, ο κόπος και ο πόνος, η φθορά και ο χωρισμός της ύλης απ’ το πνεύμα να γίνονται αισθητά και στην ψυχή, τα κάνει διεγερτικά της ψυχής απ’ την αναισθησία της στο κακό. Αφαιρώντας απ’ την ψυχή, χωρίς να θίγει τη ίδια, τα απατηλά στηρίγματα της φαινομενικής της μακαριότητας, τη στρέφει προς την αληθινή μακαριότητα, το Θεό, της δημιουργεί τη δυνατότητα να συνέλθει, να επιστρέψει και πάλι κοντά στο Θεό, να νοσταλγήσει τον «απολεσθέντα Παράδεισο».

Πραγματικά, η αποστροφή και ο τρόμος του ανθρώπου μπρος στο φυσικό κακό, τον πόνο και το θάνατο είναι τρανή απόδειξη ότι δεν είναι φυσική κατάσταση. Απ’ το άλλο μέρος συχνότατα βλέπει ο άνθρωπος πως και στην ατομική του ζωή πολλά «σωματικά κακά» είναι αποτέλεσμα δικών του πνευματικών ελευθέρων ενεργειών (πολλές σωματικές παθήσεις, κληρονομικές καταστάσεις κλπ.). Έτσι πείθεται να αναζητεί την πηγή του κακού στην πραγματική του αιτία, την ελευθερία του, και να βρίσκει ελεύθερα το δρόμο για την πραγματική του απελευθέρωση απ’ το κακό.

Βέβαια, όπως θα ιδούμε, αυτό δεν είναι δυνατό πλέον από μόνες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Το κακό, έχοντας πηγή υπερφυσική, τον ανώτερο ως πνεύμα απ’ τον πνευματοϋλικό άνθρωπο Διάβολο, μόνο από υπερφυσική δύναμη και ανώτερη απ’ την πηγή του, δηλαδή μόνο απ’ το Θεό νικάται. Όπως όμως, για να λάβει το κακό προσωπική υπόσταση και να γίνει πράξη απ’ τον άνθρωπο, έχει σαν προϋπόθεση την ελευθερία του, έτσι και για την «άρση» του, την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ το κακό, χρειάζεται και η δική του ελευθερία σαν απαραίτητος όρος. Χρειάζεται η ελεύθερη σύμπραξη του ελευθέρου ανθρώπου για την απελευθέρωσή του απ’ το κακό.

Αυτή άλλωστε είναι η βαθύτατη έννοια του ότι ο Θεός δεν καταράσθηκε τον άνθρωπο, αλλά την άψυχη υλική κτίση. Δεν είπε στον άνθρωπο, όπως «τω όφει… επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών…», αλλά «…επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου…»! (Γεν. 3, 14, 17). Έτσι, «τη ματαιότητι η κτίσις υπετάγη ουχ εκούσα (= όχι μόνη της), αλλά δια τον υποτάξαντα (Θεόν), επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς… ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν…» (Ρωμ. 8, 20-22). Αυτά όμως θα γίνουν μετά τη συντέλεια, αλλαγή – ανακαίνιση του παρόντος Κόσμου, αφού πρώτα εξασφαλισθεί η απελευθέρωση και λύτρωση του ανθρώπου.

Αυτή λοιπόν είναι η σωστή και σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της Α.Γ. και της Ι.Π. άποψη για την ύπαρξη του λεγομένου «φυσικού κακού» στον κόσμο. Πηγή του είναι το «ηθικό κακό» και μόνο για την άρση του ηθικού κακού το επιτρέπει και το παραχωρεί ο Θεός. Οι περιπτώσεις που η Α.Γ. χρησιμοποιεί εκφράσεις ρητές πως ο Θεός «τιμωρεί» κλπ. είναι ανθρωπομορφικές εικόνες και έχουν παιδαγωγικό σκοπό. Το κακό, είτε ως ηθικό είτε ως φυσικό, ούτε το εδημιούργησε ούτε το θέλει ούτε εκδικητικά το χρησιμοποιεί ο Θεός. Στις περιπτώσεις εξάλλου που παρουσιάζεται το κακό σαν καθολική τιμωρία (Κατακλυσμός, Σόδομα και Γόμορρα κλπ.), αυτό οφείλεται στην έλλειψη ελεύθερης καλής θελήσεως των ανθρώπων και στην έλλειψη μετανοίας εξαιτίας θεληματικής σκληρύνσεως. Όπου υπάρχει καλή θέληση, έστω και ενός ανθρώπου (Νώε, Λωτ), ο Θεός δεν επιτρέπει και δεν αφήνει το κακό να τους βλάψει. Αντίθετα, τους προστατεύει ποικιλότροπα, όπως σε πλείστες περιπτώσεις βλέπουμε στην Α.Γ. και στην προσωπική μας ζωή.

β. Απώλεια θ. Χάριτος και «αρχεγόνου δικαιοσύνης».
Στην περιεκτική συνέπεια της αμαρτίας, το θάνατο, για την καλύτερη κατανόησή του, μπορούμε να διακρίνουμε τις συνέπειές του αρνητικά και θετικά. Αρνητικά λοιπόν με την εκούσια απομάκρυνσή του απ’ το Θεό έχασε ο άνθρωπος τη θεία Χάρη και τα χαρίσματα της ψυχοσωματικής καθαρότητας. Δηλαδή έχασε την αθωότητα, τη χαρά, την ειρήνη, όπως και την απάθεια και τη δυνατότητα αθανασίας κι αφθαρσίας, επομένως κάθε δυνατότητα του «καθ’ ομοίωσιν». Αντίθετα, με την αμαρτία εμολύνθηκε και έγινε νοσηρή η ψυχοσωματική του υπόσταση. Ενιδρύθηκε μέσα του ως «φυσική» και ακατανίκητη μια αμαρτητική ορμή και ροπή, η επιθυμία της αμαρτίας και το σαρκικό φρόνημα, ο εμπαθής λογισμός, ως φιλαυτία ή φιλοδοξία και ως φιληδονία ή αισθητική και σαρκική απόλαυση. Εξάλλου, ενώ με την επιθυμία της αμαρτίας ο άνθρωπος ελπίζει και επιδιώκει την ηδονή και ευτυχία, συναντά την οδύνη και τη δυστυχία, το ανικανοποίητο και την ενοχή, την αγωνία και το άγχος!

γ. Η αμαύρωση του «κατ’ εικόνα».
Εξάλλου θετικά η αμαρτία, ως αποτέλεσμα κακής χρήσεως του λογικού και του αυτεξουσίου (συνομιλία με το Διάβολο, περιφρόνηση της Εντολής του Θεού και προτίμηση της συμβουλής του Διαβόλου, διάπραξη της αμαρτίας), ήταν φυσικό να τραυματίσει πρώτα τα δύο αυτά κέντρα των πνευματικών και ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου, χωρίς όμως και να τα νεκρώσει και εξαλείψει. Έτσι το λογικό και αυτεξούσιο της ψυχής (νους, λόγος, πνεύμα) εξασθένησαν και σκοτίσθηκαν, έχασαν την ενότητα και αρμονία τους. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής (λογιστικό, βουλητικό, θυμοειδές) ενεργούν ανεξάρτητα και αντίθετα μεταξύ τους, ώστε η ίδια η ψυχή του ανθρώπου να μεταβάλλεται σε πεδίο δραματικής πάλης και διαμάχης!

Το λογιστικό της ψυχής κυριαρχείται τώρα περισσότερο από την άγνοια και την υπερηφάνεια, που είναι «θείας και ανθρωπίνης γνώσεως στέρησις» (Αγ. Μάξιμος, PG 900, 585 C). Η πλάνη και η λήθη, η δεισιδαιμονία και η αισθητικότητα, τα «αλλότρια» στο φωτοειδές, θεωρητικό και διακριτικό του νου, γίνονται πλέον τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, ώστε να ισχύει γι’ αυτόν η σοφή ρήση του Μ. Βασιλείου: «Νους γαρ αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης, και των όρων αποστάς της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων» (Ομιλ. εις Ψαλμ. 51).

Το βουλητικό έπειτα δεν φωτίζεται πάντοτε από το νου ούτε κατευθύνεται από το αυτεξούσιο. Η ελεύθερη θέληση του ανθρώπου αυτοκυριαρχείται από τη φιλαυτία και συχνά αιχμαλωτίζεται από την επιθυμία της αμαρτίας και τη σάρκα, που γίνεται όργανο φιληδονίας και ποικίλης εμπαθείας.

Το θυμοειδές τέλος και ενεργητικό πνεύμα του ανθρώπου, χωρισμένο από το νου και το λόγο και έρμαιο της υπερηφανείας και φι8λαυτίας του, τα αντίθετα της αγάπης, κυριαρχείται συχνά από το μίσος, το θυμό και την οργή, ώστε ο θεόπλαστος και θεόμορφος άνθρωπος να γίνεται και «κτηνώδης» και «δαιμονιώδης» και να επαληθεύει το Ψαλμικό: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. 48, 13).

Αλλ’ όμως τα ίχνη της θείας εικόνος και οι σπινθήρες της θείας πνοής παραμένουν ανεξίτηλα στον άνθρωπο, που γι’ αυτό είναι επιδεκτικός θεραπείας και αναμορφώσεως στο «αρχαίον κάλλος».

δ. Το προπατορικό αμάρτημα.
Η πτώση γενικά των Πρωτοπλάστων με τις συνέπειές της υπήρξε ένα γεγονός προσωπικό του Αδάμ και της Εύας. Οι δύο πρώτοι όμως αυτοί άνθρωποι υπήρξαν οι γενάρχες· όλου του ανθρωπίνου γένους μετά την πτώση τους. Έτσι οι πρώτοι και μεταγενέστεροι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας γεννήθηκαν και γεννώνται από γονείς αρρωστημένους, μολυσμένους απ’ το μικρόβιο της αμαρτίας. Χωρίς λοιπόν οι απόγονοί τους να ευθύνονται προσωπικά για την προγονική αμαρτία, όμως κληρονομούν σαν κατάσταση και προδιάθεση ή ροπή τη δική τους αμαρτωλή πλέον φύση. Ότι αυτό είναι γεγονός πραγματικό έχουμε δυστυχώς όλοι προσωπική εμπειρία. Δεν χρειάζονται εδώ αποδείξεις. Ψηλαφούμε το μυστήριο τούτο προπαντός στα νήπια και τα μικρά παιδιά. Χωρίς να έχουν ακόμη αυτοσυνείδηση και ελεύθερη κρίση, κλίνουν και ρέπουν στο κακό και μάλιστα με πείσμα ανεξήγητο αλλιώς. Καμμιά λογική και φυσική εξήγηση δεν εξηγεί τη ροπή τούτη στον άνθρωπο, χωρίς την πίστη ακριβώς στο προπατορικό αμάρτημα ως κληρονομικό.

Αυτή τη γενική και καθολική πίστη της Α.Γ. και της Ι.Π. ότι «ουδείς καθαρός από ρύπου, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιώβ 14, 4), η Εκκλησία διδάσκει ως θεμελιώδες δόγμα πίστεως με βάση πλείστα χωρία της Α. Γ. Κλασσική είναι η σχετική περικοπή της προς Ρωμαίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου, κεφ. 5, στ. 12-21: «Δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον…» (στ. 12).

Η κληρονομική αυτή ροπή και κλίση προς την αμαρτία είναι ανένοχη, αν δεν γίνει συνειδητή και προσωπική πράξη. επειδή όμως είναι πραγματικότητα αχώριστη απ’ τη φύση του ανθρώπου, γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς άνθρωπος, απόγονος του Αδάμ, ν’ απαλλαγεί μόνος του «εξ υστέρου» απ’ αυτή. Η καλή χρήση της ελευθερίας, οι καλές δηλαδή και ενάρετες πράξεις, δεν «καθαρίζουν» τον άνθρωπο ούτε τον σώζουν, ώστε μόνος του να επανέλθει στο «αρχαίον κάλλος» του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Η καλή διαγωγή του ανθρώπου μετά την πτώση τον προετοιμάζει απλώς και το κάνει δεκτικό θεραπείας. Είναι η δίαιτα που επιβάλλεται στον άρρωστο, για να είναι δραστικό και αποτελεσματικό το φάρμακο. Και το φάρμακο εδώ για όλους ανεξαίρετα τους απογόνους του Αδάμ είναι, όπως θα ιδούμε, ο Νέος Αδάμ, ο Κ. η. Ι.Χ. Όπως στη φύση μας το κληρονομικό αίμα του πρώτου Αδάμ μας μετέδωκε το μικρόβιο της αμαρτίας, έτσι τώρα στη φύση μας πρέπει να ρεύσει το Αίμα του Δευτέρου Αδάμ, να την καθαρίσει, να την εξυγιάνει και να τη ζωογονήσει. «Και το Αίμα Ιησού Χριστού, του Υιού Αυτού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α΄ Ιω. 1, 7). «Ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός Ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε…» (Ρωμ. 5, 15).

Δεν υπάρχουν σχόλια: