Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΑΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ:1. H ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1. Η ύπαρξη του Θεού.
α. «Ο Ών».
1. Η πρώτη και θεμελιώδης αλήθεια της θ. Αποκαλύψεως είναι η αλήθεια της υπάρξεως του Θεού. Καμμιά άλλη αλήθεια δεν διδάσκεται και δεν επαναλαμβάνεται τόσο συχνά και έντονα σ’ ολόκληρη την Αγ. Γραφή και την Ι. Παράδοση, όσο η αλήθεια της υπάρξεως του Θεού και της πίστεως σ’ Αυτόν. «Πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστι και τοις εκζητούσιν Αυτόν μισθαποδότης γίνεται» (Εβρ. 11, 6). «Εγώ ειμι ο Ων… ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ…· τούτο μοι εστιν όνομα αιώνιον» (δηλ. ο Ων = ο Υπάρχων), αποκάλυψε ο Θεός στο Θεόπτη Μωυσή, τον πρώτο ιερό συγγραφέα της θ. Αποκαλύψεως (Εξ. 3, 14-15). Ως μία χρυσή αλυσίδα η αλήθεια και η πίστη αυτή συνδέει και θα συνδέει αδιάκοπα όλους τους πιστούς στον Ένα Αληθινό Θεό, από του Αδάμ και του «πατέρα των πιστών» Αβραάμ μέχρι σήμερα και πάντοτε, αιώνια.

Γιατί μόνη η πίστη αυτή είναι το θεοπατροπαράδοτο και «μέγιστον μάθημα», το πρώτο αγαθό στον άνθρωπο, χωρίς το οποίο τα πάντα είναι «ματαιότης ματαιοτήτων» (Εκκλ. 1, 2).

2. Αλλ’ ωστόσο υπάρχουν και οι άπιστοι. Αυτοί για να πιστεύσουν, θέλουν να «ιδούν» το Θεό με τα μάτια τους, ή, έστω, να πεισθούν λογικά. Θέλουν δηλ. απτές-πειραματικές ή λογικές αποδείξεις.

Ενώ όμως υπάρχει το φως και ο ήλιος, οι τυφλοί ούτε «βλέπουν» ούτε εννοούν τι «είδους» είναι το φως, ο ήλιος, τα χρώματα. Πρέπει πρώτα να θεραπευθούν, ν’ αποκτήσουν το αισθητήριο του φωτός, και τότε βέβαια θα ιδούν!

Πράγματι, η θεία Αποκάλυψη, που είναι αλήθεια και με την αλήθεια θέλει να φωτίσει και να ελευθερώσει τον άνθρωπο, την απιστία την αντιμετωπίζει ως «ασθένεια» και αδυναμία του ανθρώπου, και μάλιστα «καρδιακής» πρώτα φύσεως και έπειτα «λογικής». Έτσι μόνο με τη συνειδητοποίηση αυτής της βασικής αληθείας μπορεί να θεραπευθεί η διπλή αυτή νόσος της απιστίας.

β. «Ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού.
Οι ασθενείς θέλουν ανοχή, κατανόηση και αγάπη, όχι σκληρότητα ή ψυχρότητα. Γι’ αυτό και ο μόνος φιλάνθρωπος με τη θ. Αποκάλυψή Του συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία και συζητεί τους «διαλογισμούς» και τους δισταγμούς των «ασθενών» στη συνείδηση και στην πίστη αποβλέποντας στη θεραπεία τους. Έτσι, ξεκινώντας από τη φυσική εμπειρία του ανθρώπου, δηλ. τη φυσική αποκάλυψη, ζητεί να τον οδηγήσει δια μέσου της φύσεως και των ορατών στην υπερφυσική γνώση του Αοράτου θεού, δια μέσου πλέον της πίστεως. Πράγματι, αιώνες πριν «γεννηθεί» η Φιλοσοφία, η θ. Αποκάλυψη εχρησιμοποίησε με το δικό της τρόπο τις λεγόμενες «λογικές αποδείξεις ή ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού, όπως συνήθως τις ονομάζουν οι θεολογούντες φιλόσοφοι, αλλά και οι θεολόγοι. Αρκετά στοιχεία των «ενδείξεων» αυτών έχουν αναφερθεί στα εισαγωγικά μαθήματα. Οι «ενδείξεις» όμως αυτές συνήθως αποτελούν μια ενότητα και είναι οι εξής: κοσμολογική-τελεολογική, ιστορική-θρησκειολογική και ηθική. Θεολογικά συνδέονται άμεσα με τις λεγόμενες «σχετικές ιδιότητες» του Θεού, δηλ. με τις άκτιστες θείες ενέργειές Του, δια μέσου των οποίων και αποκτά ο άνθρωπος σχετική πάντοτε γνώση του Ακτίστου Θεού.

1. Κοσμολογική-τελεολογική ένδειξη.
Τα στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως για την ύπαρξη του κόσμου ως ενεργήματος ή αποτελέσματος της άκτιστης δημιουργικής δυνάμεως του Θεού, η τάξη, η αρμονία, η σκοπιμότητα (το «τέλος» = σκοπός) συνιστούν ακριβώς την κοσμολογική-τελεολογική ένδειξη. Η θ. Αποκάλυψη με μάρτυρά της τον Απ. Παύλο συνοψίζει ως εξής την ένδειξη αυτή: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3, 4). Ο Κόσμος θεωρείται ένας «οίκος», του οποίου κτίστης και οικοδεσπότης είναι ο Θεός). Ως εκπρόσωπος της Ι.Π. ο Μ. Αθανάσιος καταθέτει επίσης τη δική του μαρτυρία: «Έστι (= είναι δυνατόν) και από των φαινομένων την περί Θεού γνώσιν καταλαβείν, της κτίσεως ώσπερ γράμμασι διά της τάξεως και αρμονίας τον εαυτής Δεσπότην και Ποιητήν σημαινούσης και βοώσης» (ΒΕΠΕΣ 30, 61).

2. Ιστορική-θρησκειολογική ένδειξη
Όσα έχουμε αναφέρει σχετικά με τη Θρησκεία ως πανανθρώπινο ιστορικό φαινόμενο (για την έμφυτη θρησκευτικότητα κλπ.)συνιστούν ακρριβώς τα στοιχεία της ενδείξεως αυτής. Οι σχετικές μαρτυρίες των παλαιών, ποιητών, φιλοσόφων, ιστορικών, καθώς και των νεωτέρων είναι πάρα πολλές και τεκμηριωμένες. Κλασσική θεωρείται η σχετική διαπίστωση του ιστορικοφιλοσόφου Πλουτάρχου (46-127 μ.Χ.):

«Εύροις δ’ αν επιών (= επισκεπτόμενος, ερευνώντας) και πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων· ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς… ουδείς εστιν ουδ’ έσται γεγονώς θεατής· αλλά πόλις αν μοι δοκεί μάλλον εδάφους χωρίς ή πολιτεία, της περί θεών δόξης αναιρεθείσης παντάπασι, σύστασιν λαβείν ή λαβούσα τηρήσαι»! (Ηθικά VI, 2, 173, Προς Κολώτην).

Πράγματι, όλα τα σχετικά στοιχεία, τα οποία είναι αναμφισβήτητα, οδηγούν στο λογικό και ψυχολογικό συμπέρασμα: ό,τι δεν υπάρχει αντικειμενικά και δεν είναι πραγματικό δεν μπορεί να είναι ο καθολικότερος ιστορικός νόμος και η ψυχή του ανθρωπίνου πολιτισμού, δηλ. η πίστη στο Θεό.

3. Ηθική ένδειξη.
Τα στοιχεία της ηθικής ενδείξεως για την ύπαρξη του Θεού (αλλά και αθάνατης ψυχής μετά θάνατον, αιώνιας ζωής, όπου θα επικρατήσει αιώνια η ηθική τάξη, δηλ. η αμοιβή και ευτυχία των αγαθών και δικαίων, όπως και η τιμωρία και δυστυχία των φαύλων και αδίκων) είναι όλα εκείνα τα στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως τα σχετικά με την έμφυτη ηθική συνείδηση στον άνθρωπο. Αλλ’ η ασίγαστη και αδέκαστη φωνή του εμφύτου ηθικού νόμου στον κόσμο αυτό, καίτοι δεν καταπνίγεται, περιφρονείται, ο ηθικός νόμος καταπατείται. Εξωτερικά πολλές φορές επικρατούν οι φαύλοι, ενώ οι αγαθοί περιφρονούνται και παραγκωνίζονται και δυστυχούν. Και όμως, ο έμφυτος στον άνθρωπο ηθικός νόμος απαιτεί τη δικαιοσύνη, στην επικράτηση της οποίας πιστεύει ανέκαθεν και καθολικά ο άνθρωπος. Ακριβώς αυτή η πίστη είναι μια σαφής και ισχυρότατη ένδειξη ότι υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά ηθικός νόμος, αλλά και Αιώνιος Νομοθέτης και Δικαιοκρίτης, ο Θεός. Αυτός είναι ο ακοίμητος της «Δίκης οφθαλμός» της φυσικής αποκαλύψεως των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός είναι ο Αληθινός Θεός της θ. Αποκαλύψεως, ο οποίος «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την Οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν Ανδρί Ω ώρισε πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας Αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. 17, 31). Στο κήρυγμά του αυτό ο Απ. Παύλος, στο Βράχο του Αρείου Πάγου στην Αθήνα, χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία της φυσικής αποκαλύψεως.

γ. Από τη φυσική στην υπερφυσική Αποκάλυψη.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τις προηγούμενες «λογικές ενδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού ως διεγερτικά της αληθινής πίστεως. Όταν όμως, με τη χάρη του Θεού, εμφυσηθεί αυτή η άσβηστη σπίθα, για ν’ ανάψει και ως φλόγα να φωτίσει την καρδιά του ανθρώπου, πρέπει να συνδεθεί με «το Φως το αληθινόν» της θ. Αποκαλύψεως. Στην Α. Γραφή και τη ζωντανή Ι. Παράδοση της Εκκλησίας μας, κοντά στους ζωντανούς μάρτυρες της πίστεως, θα βρει ο νεοφώτιστος πιστός τους εμπείρους διδασκάλους, για να μάθει και να παραλάβει και αυτός το θεοπατροπαράδοτο και «μέγιστο μάθημα» της πίστεως: «Είς Θεός ο προ πάντων και επί πάντων και εν πάσι και υπέρ το παν»! (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

2. ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

2. Ουσία του Θεού
Ενώ η έννοια και η γνώση της υπάρξεως του Θεού είναι έμφυτη και καθολική στον άνθρωπο, η ουσία όμως ή η φύση του Θεού είναι εντελώς απρόσιτη και άγνωστη. «Ότι μεν ουν έστι Θεός, δήλον (= φανερό) τι δε εστι κατ’ ουσίαν και φύσιν, ακατάληπτον τούτο παντελώς και άγνωστον» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός, PG 94, 797). Πραγματικά, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες της θ. Αποκαλύψεως σύμφωνα με τις οποίες αποκλείεται οποιαδήποτε έννοια ή γνώση απ’ τον άνθρωπο της ιδίας της ουσίας του Θεού. Και η έννοια-εικόνα του «φωτός», που συνήθως χρησιμοποιούν οι ιεροί συγγραφείς για την έκφραση ή παράσταση της φανερώσεως του Θεού, είναι μια έννοια-εικόνα ανθρώπινη και δεν εκφράζει την ουσία του Θεού. Η ίδια η ουσία του Θεού είναι υπερούσια και υπερώνυμη, ανώνυμη.

Αλλ’ όμως η ουσία του Θεού, ως η υπέρτατη ύπαρξη και άπειρη αρχή και πηγή κάθε υπάρξεως και ζωής, είναι ουσία ενεργής ή ουσιώδης ενέργεια. Είναι ουσία ουσιοποιός των όντων και ζωοποιός των ζώντων. Ουσία ανενέργητη ή ενέργεια ανούσια δεν υπάρχει, όπως ορθότατα λέγει ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εξάλλου η ουσία του Θεού είναι ουσία υποστατική και προσωπική. Ουσία που δημιουργεί υποστάσεις και πρόσωπα είναι αδιανόητο να είναι ανυπόστατη και απρόσωπη. Θεός αν-ούσιος, ανενέργητος και ανυπόστατος είναι ανύπαρκτος θεός. Ο Θεός λοιπόν υπάρχει ως η απόλυτη ύπαρξη, ως «ο Ων» -ουσία (το απόλυτο «Είναι» και το «όντως Ον» των φιλοσόφων), αλλά μόνο ως ουσιώδης ενέργεια υποστατική και προσωπική. Αυτός είναι ο Θεός της ορθόδοξης χριστιανικής Πίστεως, ο Θεός της θ. Αποκαλύψεως.

Πράγματι, ο Αυτοαποκαλυπτόμενος Θεός απ’ τον πρώτο στίχο της Π.Δ. μέχρι και τον τελευταίο της Κ.Δ. εμφανίζεται ως Θεός προσωπικός και ενεργής «ποιητής» των πάντων, ως πάνσοφος και παντοδύναμος Κυβερνήτης, ως φιλόψυχος Δεσπότης και φιλάνθρωπος Σωτήρας. Σ’ όλες όμως αυτές τις ενέργειες του Θεού, που είναι πραγματικές και έμμεσα ή άμεσα αντιληπτές ή «γνωστές» στον άνθρωπο, δεν αποκαλύπτεται η ίδια η άκτιστη ουσία του Θεού, αλλ’ η άκτιστη επίσης ενέργεια της ουσίας Του. Έτσι, όπως είδαμε να λέγει ο Μ. Βασίλειος, «αι μεν ενέργειαι Αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία Αυτού μένει απρόσιτος» (Επιστ. 234, 1). Αυτές τις άκτιστες θείες ενέργειες οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «τα περί την ουσίαν προσόντα», δηλ. ιδιώματα ή γνωρίσματα της θείας ουσίας. Η ίδια όμως η ουσία, που είναι απόλυτα απλή, παραμένει πάντοτε απρόσιτη και αγνώριστη. Αλλά και αυτά «τα περί την ουσίαν προσόντα» ή ιδιώματα του Θεού μόνο χάρη στη θ. Αποκάλυψη τα γνωρίζουμε, χάρη στο φωτισμό το Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη της Πίστεως. Οι άπιστοι ή ι ατελείς στην πίστη δεν μπορούν να διακρίνουν και να γνωρίσουν τα πνευματικά και θεία πράγματα. «Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος Αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού» (Α΄ Κορ. 2, 10). Κυρίως όμως τα υπεράγνωστα μυστήρια, μάλιστα όσα αναφέρονται στην ίδια την ουσία ή φύση του Θεού, όπως η Τριαδικότητα του Θεού και άλλα, αυτά «ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18), όσα βέβαια μπορούσαμε και έπρεπε να γνωρίζουμε δια μέσου της πίστεως.

«Τα περί την ουσίαν προσόντα» ή ιδιώματα του Θεού, που ο αριθμός τους είναι επίσης άγνωστος, για την καλύτερη προσέγγιση και μελέτη τους, διακρίνουν οι θεολόγοι: α) στα απόλυτα και φυσικά και β) στα σχετικά ιδιώματα του Θεού. Τα απόλυτα ανήκουν μόνο στη θ. φύση και είναι ακοινοποίητα, δηλ. ούτε μεταδίδονται στα κτίσματα ούτε μετέχονται από αυτά. (Π.χ. το άναρχο, το άπειρο, το αναλλοίωτο κλπ.). Εξάλλου τα θεία ιδιώματα που ως άκτιστες ενέργειες σχετίζονται με τον κόσμο και τον άνθρωπο λέγονται σχετικά μόνο απ’ την πλευρά του ανθρώπου. Και αυτά ανήκουν στη μία, απλή και αμέριστη θεία ουσία, πλην όμως είναι κοινοποιήσιμα ή μεθεκτά απ’ τα κτίσματα και μάλιστα απ’ τον άνθρωπο. (Π.χ. η γνώση, η δύναμη, η αγιότητα, η δικαιοσύνη του Θεού κλπ.).

Παρ’ όλο όμως που τα θεία ιδιώματα είναι διάφορες εκφράσεις ή παραστάσεις υποκειμενικές των θείων ενεργειών, ατελείς δηλ. έννοιες που κατ’ ανάγκη χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, ωστόσο η ύπαρξή τους είναι αντικειμενική και πραγματική. Δεν είναι βέβαια ποτέ ουσιώδεις διακρίσεις ούτε ανεξάρτητες απ’ τη θεία ουσία, με την οποία είναι αχώριστα ενωμένες και αποτελούν αμέριστες εκφράσεις της, πλην όμως είναι «ομολογίαι του κατ’ αλήθειαν τω Θεώ προσόντος» (Μ. Βασίλειος). Έτσι η γνώση των θείων ιδιωμάτων είναι για τον άνθρωπο γνώση αληθινή του Θεού, ανάλογη πάντοτε με την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση.

3.ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ

Ο Τριαδικός Θεός: Τριαδική Μονάς.
α. Γενικά.
Η πίστη σε Ένα Θεό, αλλά Τριαδικό, είναι δόγμα πίστεως μόνο του Χριστιανισμού και στηρίζεται αποκλειστικά στην Αυτοαποκάλυψη του Ιδίου του Θεού. Κανείς άνθρωπος π. και μ.Χ. φυσικά και λογικά δεν συνέλαβε το μέγιστο τούτο μυστήριο, όπως και μετά την αποκάλυψή του κανείς επίσης δεν μπορεί να το συλλάβει και να το εννοήσει λογικά. Είναι και θα παραμένει μέγιστο και ανεξήγητο μυστήριο.

Ενώ όμως το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος είναι και θα παραμένει το μέγιστο και ανεξήγητο μυστήριο, η πίστη σ’ αυτό είναι εντελώς αναγκαία για τη σωτηρία μας και επομένως πρέπει να είναι ζωντανή και ισχυρή· και αυτό ισχύει για όλους ανεξαίρετα τους πιστούς. Όχι λοιπόν για να το καταλάβουμε, αλλά για να το πιστεύσουμε περισσότερο, πρέπει να γνωρίζουμε τουλάχιστο τι ακριβώς ο Ίδιος ο Θεός στην Α.Γ. και την Ι.Π. μας αποκαλύπτει σχετικά, όπως και την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιεί η θ. Αποκάλυψη στη γλώσσα των ανθρώπων

β. Βασικά χωρία της Αγ. Γραφής.
1. Στην Π.Δ. έχουμε τους πρώτους υπαινιγμούς περί της Αγίας Τριάδος. Βέβαια, η θ. Αποκάλυψη στην Π.Δ. είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και έγινε προοδευτικά και εξελικτικά. Υπήρχε ο μεγάλος κίνδυνος να παρερμηνευθεί η αλήθεια περί Τριαδικού Θεού, ανάμεσα μάλιστα στο ειδωλολατρικό και πολυθεϊστικό περιβάλλον της εποχής.

Οι υπαινιγμοί ή συμβολισμοί στην Π.Δ. είναι οι εξής: Η χρήση πληθυντικού από το Θεό στην πλάση, την πτώση και τη διασπορά των ανθρώπων. «Ποιήσωμεν άνθρωπον…» (Γεν. 1, 26)· «Ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών…» (Γεν. 3, 22)· «Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν» (Γεν. 11, 7). Επίσης στη φιλοξενία των «τριών άνδρών»-Αγγέλων από τον Αβραάμ (Γεν. 18, 1 κέξ.), στον «Τρισάγιο Ύμνο» του οράματος του Ησαΐα (Ησ. 6, 3) κ.ά.

2. Στην Κ.Δ. η αποκάλυψη πλέον του μυστηρίου γίνεται πρώτα κατά τον Ευαγγελισμό: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε… διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται, Υιός Θεού» (Λουκ. 1, 35). Κυρίως όμως η «φανέρωση» της Αγίας Τριάδος γίνεται κατά τη Βάπτιση του Κυρίου (Ματθ. 3, 16-17). Ο Ίδιος ο Κύριος εξάλλου πολλές φορές αποκάλυψε το μέγα τούτο μυστήριο τονίζοντας την ισότητα και ενότητα των Προσώπων Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος. Τους λόγους Του περισσότερο μας διέσωσε ο Ιωάννης: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος...» (Ιωάν. 1, 1)· «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί…» (Ιωάν. 14, 11)· «Εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. 14, 16-17)· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19) κ.ά.

γ. Συνοπτική διατύπωση του δόγματος.
Μετά την παράθεση των προηγουμένων μαρτυριών και εξηγήσεων μπορούμε να παρακολουθήσουμε λεκτικά τουλάχιστο τη διατύπωση του δόγματος:

Υπάρχει Ένας και Μόνος Θεός, μία θεία ουσία ή φύση άναρχη, άκτιστη, άυλη, αμετάβλητη, αδιαίρετη, παντοδύναμη, τελεία κλπ. Εντελώς και απόλυτα ταυτόχρονα όμως η ίδια και απαράλλακτη και μία θεία φύση υπάρχει αδιαίρετη και ολόκληρη σε τρία θεία Πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιον. Τα τρία θεία Πρόσωπα είναι απόλυτα και απαρράλλακτα ίσα και ομοούσια (από την ίδια ακριβώς θεία ουσία), άναρχα, τέλεια, παντοδύναμα, Θεός το καθένα, αλλά αχώριστο από τα άλλα δύο Πρόσωπα, ώστε να υπάρχει πάντοτε Ένας Θεός και όχι τρεις. Δεν υπάρχει καμμιά αριθμητική, ποσοτική ή ποιοτική διαφορά μεταξύ των τριών Προσώπων. Οι λέξεις πρώτο, δεύτερο, τρίτο Πρόσωπο εκφράζουν τον αΐδιο ( = άναρχο και αιώνιο) τρόπο υπάρξεως των θείων Προσώπων εντός («εν τοις κόλποις») της Αγίας Τριάδος. Μόνο ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται «εν τοις κόλποις του Πατρός αϊδίως και αχρόνως» και το Πνεύμα το Άγιον «εκπορεύεται εκ του Πατρός» και μόνο. Τα υποστατικά αυτά ιδιώματα είναι ακοινοποίητα (ακοινώνητα) μεταξύ των θείων Προσώπων (δηλ. το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγ. Πνεύματος). Όλα τα άλλα είναι κοινά στα θεία Πρόσωπα ως ομοούσια.

Έτσι η συνοπτικότερ διατύπωση του δόγματος είναι: «Θεία Τριαδική Μονάς, Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι».

δ. Αγία Τριάς και Εκκλησία
Όπως είπαμε, το δόγμα περί Αγίας Τριάδος «υπερέχει πάσαν έννοιαν». Εντούτοις, είναι η μόνη αλήθεια για τη φύση του μόνου αληθινού Θεού, που είναι Αγάπη: «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. 4, 8). Έτσι η μία θεία φύση εκφράζει τη μεγάλη αλήθεια της μονοθεΐας, αλλά και τα τρία ομοούσια και ίσα θεία Πρόσωπα, ενώ προφυλάσσουν από την πολυθεΐα, εκφράζουν τη μεγάλη αλήθεια ότι ο Ένας Θεός είναι όχι ύπαρξη «ατομική-εγωιστική», αλλά Αγάπη ανέκφραστη, κοινωνία-επικοινωνία (αλλά ασύγχυτη) προσώπων.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στην Εκκλησία, ως έκφραση του μεγίστου δόγματος της Αγίας Τριάδος, πρέπει να υπάρχει αγάπη-κοινωνία μεταξύ των προσώπων-πιστών ως το πρώτο χαρακτηριστικό τους. Έχουμε εδώ την πρώτη άρρηκτη σχέση δόγματος και ηθικής ή αληθείας και ζωής. Και τέτοιες σχέσεις υπάρχουν πολλές και μόνο έτσι κατανοείται ορθά και γίνεται βίωμα ορθόδοξο ο Χριστιανισμός. Γιατί αληθινή χριστιανική ζωή χωρίς ζωντανή πίστη και βίωση του δόγματος της Αγίας Τριάδος δεν υπάρχει. Μόνο όταν ο πιστός-πρόσωπο είναι ενωμένος (όχι διχασμένος εσωτερικά), καθαγιασμένος απ’ τη χάρη του Θεού και απέναντι των άλλων ανθρώπων-προσώπων έχει μια πραγματική ενότητα και κοινωνία-επικοινωνία αγάπης, τότε είναι πραγματικά πλάσμα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της Αγίας Τριάδος, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια.

ε. Μερικοί Τριαδικοί Ύμνοι.
Οι ωραιότερες «ορθόδοξες» διατυπώσεις του δόγματος περί της Αγίας Τριάδος, όπως και όλων των αληθειών της Πίστεως, υπάρχουν στην άφθαρτη πραγματικά Υμνολογία μας, που είναι ιδιαίτερα τριαδολογική.

α) «Τριάδα την σεπτήν, και αμέριστον φύσιν, προσώποις εν τρισί, τεμνομένην ατμήτως, και μένουσαν αμέριστον, κατ’ ουσίαν θεότητος, προσκυνήσωμεν, ως Ποιητήν και Δεσπότην, Θεόν υπεράγαθον».

(Κάθισμα Τριαδικό Μεσονυκτικού Κυριακής Α΄ Ήχου. Ψάλλεται όπως το: Τον τάφον Σου, Σωτήρ).

β) «Άξιόν εστιν ως αληθώς, την υπέρθεον υμνείν Τριάδα, άναρχον Πατέρα και παντουργόν, συνάναρχον Λόγον, προ αιώνων εκ του Πατρός, αρρεύστως τεχθέντα, και το Άγιον Πνεύμα, το εκ του Πατρός αχρόνως εκπορευόμενον».

(Τριαδικός Ύμνος καθημερινού Μεσονυκτικού. Ψάλλεται σε ήχο Β΄).

γ) «Θείας φύσεως ομοουσίου, το τρισήλιον υμνούμεν κράτος, και τρισαγίαις φωναίς εκβοήσωμεν· Άγιος ει, ο Πατήρ ο προάναρχος· Άγιος ει, ο Υιός ο συνάναρχος· Πνεύμα Άγιον, ο εις αμερής Θεός ημών, και πάντων Ποιητής και φιλάνθρωπος».

(Τριαδικό Κάθισμα Μεσονυκτικού Κυριακής Γ΄ Ήχου. Ψάλλεται όπως το: Θείας πίστεως).

4.ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



α. Απόλυτα και φυσικά ιδιώματα του Θεού
Τα απόλυτα και ακοινοποίητα ιδιώματα του Θεού είναι πολλά και εκφράζονται άλλοτε θετικά ή καταφατικά (τελειότητα, μακαριότητα) και άλλοτε αρνητικά ή αποφατικά (άπειρο, αναλλοίωτο). Συνήθως αναφέρονται τα εξής: τελειότητα, ενότητα, απλότητα, αναλλοίωτο, αιωνιότητα, άπειρο, αόρατο, ακατάληπτο, αυθυπαρξία, αυτάρκεια, αυτοζωή, πανταχού παρουσία, απόλυτη τάξη και αρμονία και μακαριότητα. Όπως όμως αναφέραμε, συνυπάρχουν όλα μαζί και καθένα προσδιορίζεται καλύτερα από τα άλλα. Για το λόγο μάλιστα αυτό δεν θα κάνουμε ιδιαίτερη ανάπτυξη όλων, αλλ’ αντιπροσωπευτικά της αιωνιότητας και της πανταχού παρουσίας.

1. Η αιωνιότητα του Θεού.
Ο Θεός ως αιώνιος (αιεί – αεί + ων) είναι αΐδιος, δηλ. άναρχος, αλλά και ατελεύτητος, χωρίς ποτέ τέλος. Είναι «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 4). Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες που σχετίζονται μόνο με τα κτίσματα, τα οποία ο Άκτιστος Θεός εδημιούργησε «εκ του μηδενός». Έτσι ο χρόνος και ο χώρος «αρχίζουν» με την εμφάνιση των κτισμάτων, των οποίων υπέρκειται ως Δημιουργός τους ο Θεός. Επομένως ο Θεός ως αιώνιος είναι άπειρος, απεριόριστος και αχώρητος. Η αιωνιότητα εξάλλου του Θεού είναι αλληλένδετη και με την αυθυπαρξία και το αναλλοίωτο του Θεού. Αυτός είναι το πλήρωμα του χρόνου και κάθε χρονικής στιγμής, χωρίς διαδοχή ή διαστημική διαφορά, χωρίς «παραλλαγήν ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. 1, 17). Ο Θεός είναι «ο Ων» ως διαρκώς παρών, το διαρκές παρόν και σήμερα, όπου οι έννοιες του πριν και του μετά, του παρελθόντος και του μέλλοντος καταργούνται. «Εγώ πρώτος, εγώ και μετά ταύτα, και εγώ ειμι εις τον αιώνα» (Ησ. 46, 4 και 48, 12). Ενώπιον του αιωνίου Θεού οι αιώνες είναι απλές στιγμές του χρόνου: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς Σου ως ημέρ η εχθές… και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλμ. 89, 4. Τα σχετικά χωρίς της Α.Γ. και της Ι.Π είναι πάρα πολλά και εκφραστικότατα. Βλ. Ιώβ 33, 12, και 36, 26. Ψαλμ. 101, 26-28 και Εβρ. 1, 10-13, κ.ά.).

2. Η πανταχού παρουσία του Θεού.
Ο Θεός ως αιώνιος, άπειρος, απεριόριστος και αχώρητος είναι κα «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ταυτόχρονα δηλ. και αχώριστα ο Θεός, ενώ είναι υπερκείμενος του χώρου, «ο αχώρητος παντί», είναι και «ο τα πάντα πληρών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Έτσι, η απόλυτα απλή (= ασύνθετη), αλλά άυλη και πνευματική ουσία του Θεού («Πνεύμα ο Θεός», Ιω. 4, 24), αμέριστη και ολόκληρη ευρίσκεται παντού, χωρίς να περικλείεται ή ν’ αποκλείεται από κανένα κτίσμα. «Τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ», αποκαλύπτει ο Ίδιος ο Θεός (Ιερ. 23, 24). Την αλήθεια αυτή, που επίσης «πληροί» όλη τη Α.Γ. ο ι. Χρυσόστομος διατυπώνει ωραιότατα ως εξής: «Πάντα πληροίς, πάσι πάρει, ου κατά μέρος, αλλ’ ομού πάσιν όλος» (Ερμ. στον Ψαλμ. 138, που είναι ένας εκφραστικότατος ύμνος της πανταχού παρουσίας του Θεού και συνήθως ψάλλεται: «Πού πορευθώ από του Πνεύματός Σου, και από του Προσώπου Σου πού φύγω;», στ. 7).

Επειδή όμως ο Θεός δεν είναι απλώς ουσιώδης ενέργεια, αλλά και προσωπική υπόσταση λογική και ελεύθερη, ενώ ευρίσκεται «ομού πάσιν όλος», ενεργεί στο καθένα ανάλογα με τη φύση του και τη δεκτικότητά του. Με άλλο τρόπο υπάρχει και ενεργεί στα υλικά και με άλλο στα πνευματικά, με άλλο τρόπο στους πιστούς και αγίους και με άλλο στους απίστους και αμαρτωλούς. Έτσι, ενώ ευρίσκεται στα πάντα, ούτε ταυτίζεται ούτε συγχέεται με τα κτίσματα (όπως διδάσκει ο Πανθεϊσμός και ο Βουδδισμός). Αλλ’ ούτε ως υπερκόσμιος είναι άσχετος με τον κόσμο (Θεϊσμός). Είναι ο Δημιουργός, αλλά και ο άμεσος Κυβερνήτης του κόσμου. Γι’ αυτό και ως πανταχού παρών, αλλά και ελεύθερος και παντοδύναμος μπορεί να παρέμβει στους φυσικούς νόμους, να τους αναστείλει ή να τους αλλάξει (θαύματα, αφθαρσία σωμάτων – ανάσταση).




β. Σχετικά ιδιώματα του Θεού.
Τα σχετικά με τον κόσμο, και μάλιστα με τον άνθρωπο, ιδιώματα του Θεού είναι πολλά, άγνωστα επίσης σε αριθμό. Συνήθως όμως αναφέρονται τα σχετικά με τον άνθρωπο ως πρόσωπο, όσα δηλ. εκφράζουν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού ως απολύτου Προσώπου, δηλ. ως πανσόφου Νου (γνωστικά ή λογικά ιδιώματα), αλλά και ως ελεύθερης και παντοδύναμης Βουλήσεως ή Θελήσεως (ηθικά ιδιώματα). Και πάλι όμως πρέπει να τονισθεί ότι όχι μόνο η διάκριση των επί μέρους σχετικών ιδιωμάτων, αλλά και η διάκριση νοήσεως και βουλήσεως στο Θεό, οφείλεται στην ανθρώπινη αδυναμία, που δεν μπορεί «δια μιας» να συλλάβει τον άπειρο ωκεανό της θείας απλότητας. Στην απλή και αμέριστη θεία ουσία «πάσα διαφορά βουλευμάτων χώραν ουκ έχει, ουδέ εκ μεταβολής τι γίνεται» (Αγ. Γρηγ. Νύσ. PG 45, 808).

1. Γνωστικά ή λογικά ιδιώματα του Θεού: παγγνωσία, πρόγνωση, πανσοφία.
Ότι ο Δημιουργός Θεός κατέχει απόλυτη γνωστική δύναμη, με την οποία γνωρίζει επίσης απόλυτα τα δημιουργήματά Του, είναι αυτονόητη αλήθεια. Γι’ αυτό και φυσικότατα ο Ψαλμωδός ερωτά: «Ο φυτεύσας το ους ουχί ακούει; ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί… ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων…» (Ψαλμ. 93, 9-11). Πράγματι, η φυσική και υπερφυσική Αποκάλυψη του Θεού προϋποθέτουν και μαρτυρούν την παγγνωσία και πανσοφία του Θεού, που ουσιαστικά συμπίπτουν. Έτσι, ως απόλυτο και λογικό Πνεύμα ο Θεός έχει πρώτα αΐδια και απόλυτη αυτογνωσία, ως άμεση και τελεία ενόραση. Έπειτα ο Θεός, ως Δημιουργός του κόσμου «εκ του μηδενός», γνωρίζει με άμεση και βαθύτατη ενόραση και εποπτεία πάντα τα ορατά και τα αόρατα, τα παρόντα, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα, τα πάντα ως ένα αιώνιο και διαρκές παρόν. Το παντοπτικό όμμα του πανταχού παρόντος Θεού γνωρίζει και τα μυστικά βάθη των καρδιών των ανθρώπων καλύτερα απ’ τους ιδίους. «Μείζων ο Θεός της καρδίας και γινώσκει πάντα» (Α΄ Ιω. 3, 20).

Αλλ’ ενώ η παγγνωσία και η πανσοφία του Θεού είναι αχώριστα ιδιώματα, όπως και τα λοιπά, η πανσοφία ορίζεται κυρίως ως γνώση-πρόγνωση των αρίστων μέσων για τους αρίστους σκοπούς. Έτσι, τόσο η δημιουργία του κόσμου, όσο και κυρίως η αναδημιουργία και σωτηρία του είναι εκδηλώσεις της «πολυποικίλου σοφίας του Θεού» (Εφεσ. 3, 10), με την οποία συμπράττει και η παντοδυναμία Του. Ο Θεός «πάντα εν σοφία εποίησε» (Ψαλμ. 103, 24. Γι’ αυτό και όσο περισσότερο ο γνωστικός άνθρωπος μελετά τα έργα της δημιουργίας και αναδημιουργίας του κόσμου, τόσο και αναγνωρίζει και μεγαλύνει τη σοφία του Θεού: «ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!...» (Ρωμ. 11, 33).

2. Ηθικά ιδιώματα του Θεού.
Τα ηθικά ιδιώματα του Θεού ως άκτιστες ενέργειες της θείας Θελήσεως είναι πολλά και έχουν ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για τον άνθρωπο. Συνήθως αναφέρονται τα εξής: αυτεξουσιότητα και ελευθερία, παντοδυναμία, αγιότητα, δικαιοσύνη, αγάπη, αγαθότητα, ευσπλαγχνία και ελεημοσύνη, αλήθεια και πιστότητα. Απ’ αυτά θ’ αναπτύξουμε αντιπροσωπευικά τα επόμενα τέσσερα.

α. Η παντοδυναμία του Θεού.
Το εκδηλότερο προς τον κόσμο ιδίωμα της θείας Θελήσεως είναι η παντοδυναμία. Μαζί με τη σοφία είναι, κατά τον υμνογράφο, «η δημιουργική και συνεκτική των απάντων» δύναμη του Θεού. Η θ. Αποκάλυψη εξαίρει ιδιαίτερα το ιδίωμα τούτο του Θεού, διότι δια της πίστεως ο άνθρωπος μετέχει άμεσα στην άκτιστη ενέργεια της δυνάμεως του Θεού. Έτσι ο πιστός, με εκπρόσωπο την Υπεραγία Θεοτόκο, αναγνωρίζει και ομολογεί «ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. 1, 37). Αλλά για ν’ ακούσει απ’ το Θεάνθρωπο και ν’ αποκτήσει προσωπική εμπειρία ότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. 9, 23).

Ωστόσο η παντοδυναμία του Θεού δεν είναι μία δύναμη «τυφλή». Όπως και η Θέληση του Θεού είναι πάντοτε αγαθή, έτσι και η έκφρασή της είναι αγαθή ενέργεια. Ο Θεός «πάντα μεν όσα θέλει δύναται, ουχ όσα δε δύναται θέλει. Δύναται γαρ απολέσαι τον κόσμον, ου θέλει δε» (Άγ. Ιω. Δαμασκηνός, ΕΟΠ 1, 14). Δύναται να περιορίσει τα ελεύθερα όντα που κάνουν κακή χρήση του δώρου της ελευθερίας, αλλ’ όμως ούτε το θέλει ούτε το κάνει ως μακρόθυμος. «Συ δε δεσπόζων ισχύος εν επιεικεία κρίνεις, και μετά πολλής φειδούς διοικείς ημάς· πάρεστι γαρ Σοι, όταν θέλης, το δύνασθαι» (Σ. Σολ. 12, 18).

β. Η αγιότητα του Θεού.
Η αγιότητα του Θεού είναι η ταύτιση της θείας Θελήσεως με το αγαθό και τέλειο. Γι’ αυτό και η ενέργεια της αγιότητας του Θεού στον άνθρωπο είναι ακριβώς η κλήση προς αγιασμό της θελήσεώς του και της συνειδήσεώς του: «΄Εσεσθε άγιοι, ότι Άγιός ειμι εγώ Κύριος» (Λευιτ. 11, 45. Πρβλ. Ματθ. 5, 48 και Α΄ Πέτρ. 1, 15-16). Η ενέργεια της αγιότητας του Θεού στον άνθρωπο είναι ακριβώς η ηθική αναγέννηση ολόκληρης της υπάρξεως του ανθρώπου δια μέσου της πίστεως και των αγιαστικών μέσων της Εκκλησίας. Όπως «χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» (Εβρ. 11, 6), έτσι και «χωρίς αγιασμού ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12, 14), που είναι «ο Θεός ο Άγιος, ο εν Αγίοις αναπαυόμενος» (Ευχή Τρισαγίου Ύμνου). Ως μόνος Άγιος δεν έχει καμμιά σχέση με το αντίθετο της αγιότητας, την πολύμορφη και φθοροποιό κακία, η οποία έχει αρχή και υπόσταση την κατάχρηση της ελευθερίας από το Διάβολο και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και «μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεό πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα…» (Ιακ. 1, 13). Ούτε ο Νόμος του Θεού δημιουργεί συνείδηση της αμαρτίας και διλήμματα, όπως δικαιολογούνται μερικοί. Αντίθετα, είναι η φιλάνθρωπη οριοθέτηση ομαλής κινήσεως της ανθρωπίνης ελευθερίας, για να μην εκτροχιασθεί και αυτοκαταστραφεί πρβλ. Ρωμ. 7, 7-13).

γ. Η δικαιοσύνη του Θεού.
Η σχέση αγιότητας και δικαιοσύνης, όπως είδαμε, είναι άμεση. Ο Θεός ως μόνος Άγιος θέλει τον αγιασμό των τέκνων Του, ορίζει τον τρόπο και παρέχει τα αγιαστικά μέσα. Αλλά και ως Δίκαιος δεν αδιαφορεί για την ελεύθερη ανταπόκρισή τους. Έτσι, δεν είναι μόνο ο αγαθός Νομοθέτης, αλλά και ο άγρυπνος φρουρός της ηθικής τάξεως, την οποία συγκρατεί με την αμοιβή του αγαθού και την τιμωρία του κακού. Η πρώτη ενέργεια της δικαιοσύνης του Θεού ως αμοιβής ή τιμωρίας είναι έμμεση, με τη «φυσική» συσχέτιση απ’ το Θεό αγαθότητας και μακαριότητας, κακίας και δυστυχίας (πρβλ. Ρωμ. 2, 9-12). Ωστόσο, ενεργεί και άμεσα η δικαιοσύνη του Θεού στον άνθρωπο, κυρίως ως θετική αμοιβή του αγαθού και ως αρνητική τιμωρία του κακού (παραχώρηση, μερική εγκατάλειψη). Και τούτο χάρη στην άπειρη ευσπλαγχνία και μακροθυμία του Θεού προς τους αμαρτωλούς.

Η τέλεια δικαιοσύνη του Θεού, και μάλιστα ως απροσωποληψία, διδάσκεται ιδιαίτερα τόσο στην Π., όσο και στην Κ.Δ. «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον Αυτού» (Ψαλμ. 10, 7). Την πλήρη όμως απόδοση της δικαιοσύνης και το θρίαμβό της ο Θεός επιφυλάσσει για τον άνθρωπο μετά θάνατον και στην τελική δικαιοκρισία της Δευτέρας Παρουσίας του Θεανθρώπου. Για την παρούσα ζωή ο Ίδιος είπε ότι «ουκ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ Αυτού». Η παρούσα μορφή κρίσεως, που θα είναι και το κύριο κριτήριο μαζί με την αγάπη, είναι η πίστη ή η απιστία στο Θεάνθρωπο (Ιω. 3, 17-21).

δ. Η αγάπη του Θεού.
Η καθαυτό ελεύθερη ενέργεια και το κίνητρο του Ακτίστου Θεού να δώσει την ύπαρξη σε κτιστά όντα, και μάλιστα προσωπικά, και να μεταδώσει σ’ αυτά από την άπειρη αγαθότητα, τελειότητα και μακαριότητά Του, αυτή είναι η θεία αγάπη ως ιδίωμα υποστατικό και προσωπικό του Θεού. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού είναι πρώτα αυτοαγάπη, ως ομοούσια «κοινωνία»και ασύγχυτη ένωση των Τριών Προσώπων του Ενός Τρισυποστάτου Θεού. Αλλ’ έπειτα είναι και ακτινοβολία αγάπης σ’ όλα τα κτίσματα.

Ως προς τον κόσμο όμως «η υπερβάλλουσα της γνώσεως αγάπη» του Θεού (Εφεσ. 3, 19) κορυφώθηκε με τη φανέρωσή της ως Ενσαρκωμένης και Εσταυρωμένης Αγάπης. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3, 16)΄.

ΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ : 1.Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΚΤΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

1. Η Δημιουργία του πνευματικού κόσμου
α. Οι Άγιοι Άγγελοι
Πριν απ’ τον υλικό Κόσμο ο Θεός εδημιούργησε «εκ του μηδενός», τον πνευματικό ή αγγελικό κόσμο, δηλ. κτιστά προσωπικά όντα, αλλά πνευματικά, άυλα, νοερά και ασώματα.

Γι’ αυτό και οι Άγιοι Άγγελοι απ’ τη φύση τους ονομάζονται Άυλες, Νοερές και Ασώματες Δυνάμεις ή Νόες, ενώ απ’ το έργο τους το αναφερόμενο στον πνευματοϋλικό άνθρωπο ονομάζονται Άγγελοι, δηλ. αγγελιαφόροι και διάκονοι του αγαθού και σωστικού θελήματος του Θεού. «…πάντες εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. 1, 14). Όλοι οι Άγγελοι εδημιουργήθηκαν αγαθοί, όπως και όλα τα κτιστά όντα, αλλ’ όχι και αναλλοίωτοι και άτρεπτοι, «έχοντες εξουσίαν και μένειν και προκόπτειν εν τω αγαθώ και επί το χείρον τρέπεσθαι» (Άγ. Ιω. Δαμασκηνός). Ακριβώς μάλιστα το «χείρον» ή το «κακόν», που δεν είναι ουσία αυθυπόστατη, αλλ’ απουσία και στέρηση του αγαθού, έλαβε αρχή και υπόσταση προσωπική με την κατάχρηση του δώρου της αυτεξουσιότητας και ελευθερίας απ’ τον πριν αρχάγγελο Εωσφόρο. Αντίθετα, όλοι οι Άγγελοι που θεληματικά και ελεύθερα δεν τον ακολούθησαν στην «εωσφορική» αποστασία του απ’ το Δημιουργό τους, «κατά χάρη», δηλ. όχι «φύσει», έγιναν άτρεπτοι προς το κακό, επιδεκτικοί όμως προκοπής και τελειότητας στο αγαθό.

Το πρώτο και κύριο έργο των Αγίων Αγγέλων είναι η υμνωδία και η δοξολογία του Τριαδικού Θεού. Μόνο μια ιδέα μπορούμε να λάβουμε του απερίγραπτα μεγαλειώδους και τερπνού αυτού έργου από συμβολικές περιγραφές της Α.Γ. Ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε στο Δίκαιο Ιώβ (38, 7): «Ότε εγενήθησαν άστρα (= το αστρικό Σύμπαν), ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες Άγγελοί μου», που είχαν ήδη δημιουργηθεί. Απ’ τα θεία οράματα των Αγίων Προφητών και Αποστόλων και από άλλα χωρία της Α.Γ. γνωρίζουμε επίσης ότι δυσεξαρίθμητο πλήθος Αγίων Αγγέλων, «μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων» (Αποκ. 5, 11), περιβάλλουν το φρικτό και πύρινο θρόνο του Θεού, που υμνούν «ακαταπαύστοις στόμασιν, ασιγήτοις δοξολογίαις» (θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Κατά τη θεία Γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού «εξαίφνης εγένετο συν τω Αγγέλω (προς τους Ποιμένες) πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων· δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 13-14).

Έτσι, ενώ δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των Αγίων Αγγέλων, γνωρίζουμε όμως τη διάκρισή τους σε εννέα Τάξεις ή Τάγματα, ανά τρία:

Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι

Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες

Χερουβείμ, Σεραφείμ, Θρόνοι

Με τα προσωπικά τους ονόματα είναι γνωστοί μόνο οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ (=ποιος είναι σαν το Θεό;), Γαβριήλ (=άνθρωπος του Θεού) και Ραφαήλ (=ο Θεός θεραπεύει).

Εξάλλου δεύτερο έργο των Αγίων Αγγέλων είναι η αναγγελία του θελήματος του Θεού στους ανθρώπους και η προστασία τους γενικά απ’ τους κακοποιούς Δαίμονες. Πλείστα χωρία της Α.Γ. μαρτυρούν την αποστολή Αγγέλων, με μορφή ανθρώπων νέων συνήθως ή και ζώων, για ν’ ανακοινώσουν το συγκεκριμένο θέλημα του Θεού στους ανθρώπους. (Οι τρεις Άγγελοι που φιλοξένησε ο Αβραάμ, που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα· ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στον πατέρα του Τιμίου Προδρόμου Ζαχαρία, στην Υπεραγία Θεοτόκο - Ευαγγελισμός· κατά την Ανάσταση και Ανάληψη του Χριστού κλπ.). Κατά τη ρητή διδασκαλία της Α.Γ. υπάρχουν και Άγγελοι Φύλακες Εθνών, Εκκλησιών, πόλεων κλπ., αλλά και προσωπικός Φύλακας Άγγελος του κάθε ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος διαπράττει το αγαθό, προς το οποίο αόρατα και αβίαστα τον παρακινεί ο Φύλακας Άγγελος, χαίρει και «εν ουρανοίς διαπαντός βλέπει το Πρόσωπον του Πατρός» Θεού. Επίσης «χαρά γίνεται ενώπιον των Αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Ματθ. 18, 10, Λουκ. 15, 10). Το αντίθετο συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος διαπράττει το κακό. «Ως γαρ τας μελίσσας καπνός φυγαδεύει και τας περιστεράς εξελαύνει δυσωδία, ούτω και τον φύλακα της ζωής ημών Άγγελον η πολύδακρυς και δυσώδης αφίστησιν αμαρτία» (Μ. Βασίλειος).

Κατά την ώρα επίσης του θανάτου Άγγελοι παραλαμβάνουν την αγαθή ψυχή, που προστατεύουν απ’ τους Δαίμονες και την οδηγούν ενώπιον του Θρόνου του Θεού.

Τέλος, στους Αγίους Αγγέλους, όπως όρισε και η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, αποδίδουμε τιμή (όχι λατρεία, που ανήκει μόνο στο Θεό), απευθύνουμε επίκληση και εικονίζουμε ως νέους ανθρώπους με φτερά, αφιερώνουμε σ’ αυτούς Ιερούς Ναούς και εορτάζουμε με Εορτές και Ύμνους,. (Κυρία εορτή η 8η Νοεμβρίου: «Η Σύναξις των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων Δυνάμεων»).

Καθημερινά η Εκκλησία μας προτρέπει να ζητούμε από τον Κύριο των Αγγέλων: «Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα». Επίσης καθημερινά προ του ύπνου ο πιστός παρακαλεί το Φύλακα Άγγελό του με την ωραία Ευχή: «Άγιε Άγγελε… σκέπασόν με εν τη παρούσα νυκτί και διαφύλαξόν με από πάσης επηρείας του αντικειμένου…» (Βλ. στο Μικρό Απόδειπνο).

β. Οι πονηροί δαίμονες
Σύμφωνα με τη ρητή διδασκαλία της Α.Γ. και της Ι.Π. οι πονηροί Δαίμονες ήσαν πριν Άγγελοι με Αρχάγγελο τον Εωσφόρο (=άστρο της αυγής). Αλλ’ ο Εωσφόρος και άγνωστος σ’ εμάς αριθμός Αγγέλων δεν «ετήρησαν την εαυτών αρχήν» (Ιούδα 6), δηλ. δεν ηθέλησαν να παραμείνουν κοντά στον Αγαθό Δημιουργό τους μετέχοντας αιώνια στη μακαριότητά Του. Αντίθετα, εφθόνησε ο Εωσφόρος την άπειρη δόξα του Θεού και με αλαζονεία και υπερηφάνεια ηθέλησε ν’ αποστατήσει απ’ Αυτόν, να στήσει το θρόνο του «επάνω των αστέρων του ουρανού» και να γίνει θεός «όμοιος τω Υψίστω» (Ησ. 14, 13-14). Αλλ’ όταν ηθέλησε και να πραγματοποιήσει τη βλάσφημη βουλή του, μαζί με τους Αγγέλους που την εδέχθηκαν, «εζοφώθησαν» και «εταρταρώθησαν», δηλ. ακαριαία έγιναν σκοτεινοί και «ως αστραπή εκ του ουρανού έπεσον» στην «άβυσσο» και έγιναν οι πονηροί «άγγελοι της αβύσσου»! (Ιούδα 6, Β΄ Πέτρ. 2, 4, Λουκ. 10, 18, Αποκ. 9, 1-11).

Το να γινόταν βέβαια το κτίσμα ίσο και όμοιο με τον Άκτιστο Κτίστη του, χωρίς τη θέληση και τη δύναμή Του, αλλ’ αντίθετα μακριά απ’ Αυτόν και εχθρικά προς Αυτόν, αυτό ήταν και είναι απόλυτα αδύνατο! Το φοβερότερο όμως ήταν ότι ο Εωσφόρος και οι ακόλουθοί του άγγελοι, όταν απέτυχαν στο αλαζονικό τους σχέδιο, δεν εταπεινώθηκαν. «Φθόνος γαρ ουκ οίδε προτιμάν το συμφέρον»!. Έτσι, αφού αρνήθηκαν εκούσια το αγαθό, τόσο «επί το χείρον ετράπησαν», ώστε έγιναν εκούσια «άτρεπτοι» απ’ το κακό, που έκαμαν υπόστασή τους και έγιναν οι αιώνιοι φορείς του. Τόσο μάλιστα διαστράφηκε η φύση τους, ώστε από φθόνο στο αγαθό και καλό να είναι μισόκαλοι και χαιρέκακοι αιώνια, εχθροί και αντικείμενοι στο αγαθό. Και επειδή ούτε τον Άπειρο Θεό ούτε τους Αγίους Αγγέλους ημπορούσαν να βλάψουν, έστρεψαν ύστερα το φθόνο τους στον αγαθό και ευτυχισμένο πριν απ’ την πτώση του άνθρωπο, τον οποίο και με διαβολή κατά του Θεού παρέσυραν στην έκπτωση από το Θεό. Και αυτό το έκαμε αιώνιο έργο του ο Διάβολος και οι «άγγελοί» του, ο Αντικείμενος – Σατανάς (εβρ. Σατάν): «Ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ. 5, 8).

Αλλ’ αν ο Πανάγαθος δεν ηθέλησε και δεν θέλει ν’ αφαιρέσει το δώρο της ελευθερίας απ’ τα λογικά κτίσματα και έτσι να εξαφανίσει το «κακό», σ’ όσους θέλουν και αγωνίζονται ν’ απαλλαγούν απ’ αυτό και τις συνέπειές του προσφέρει το παν! Η ιστορία της θ. Αποκαλύψεως, που κορυφώνεται με την Ενανθρώπηση του Θεανθρώπου Λυτρωτή, δεν είναι παρά η ιστορία των θείων ενεργειών για τον περιορισμό του Κακού–Διαβόλου με το θείο νόμο της ελευθερίας. «Εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του Διαβόλου» (Α΄ Ιω. 3, 8). Η «εκβολή» των Δαιμονίων, δηλ. η θεραπεία των δαιμονιζομένων που έκαμε ο Θεάνθρωπος (και που συνεχίζεται στην Εκκλησία του με τη δύναμή Του) έχει σημάνει την «κρίση» και το τέλος του κράτους του Διαβόλου. Προ του κοσμοσωτηρίου Πάθους Του είπε ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής: «Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω»! (Ιω. 12, 31). Με την ακατάβλητη δύναμη της πίστεως ο πιστός όχι μόνο μπορεί ν’ αντισταθεί, αλλά και να «εκβάλη» δαιμόνια. Έτσι, ενώ ο Απ. Πέτρος παρομοίασε το Διάβολο με «λέοντα ωρυόμενον», πρόσθεσε: «ω αντίστητε στερεοί τη πίστει» (στ. 9). Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος συνιστά: «Υποτάγητε ουν τω Θεώ. Αντίστητε τω Διαβόλω και φεύξεται αφ’ υμών» (Ιακ. 4, 7).

2. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η δημιουργία του υλικού κόσμου.
α. «Εξαήμερη» δημιουργία.
Οι βασικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεώς μας για τη δημιουργία του υλικού σύμπαντος περιέχονται στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Α.Γ., δηλ. τη Μωσαϊκή «Γένεση», και συνοψίζονται ακριβέστατα στο πρώτο ημιστίχιό του, όπως και στο πρώτο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεώς μας. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην», γράφει ο θεόπνευστος προφήτης Μωυσής (ΙΔ΄ αι. π.Χ.). «Πιστεύω εις Ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων», ερμηνεύει και διατυπώνει η Εκκλησία μας. Αυτά αναλύονται στα εξής:

1. Ο πνευματικός και υλικός Κόσμος, δηλ. πάντα τα αόρατα και τα ορατά, εκτός μόνο του Υπερκοσμίου και Απείρου Θεού, έχουν αρχή χρονική, που είναι ακριβώς η «στιγμή» της δημιουργίας τους. Ο χρόνος και ο χώρος αρχίζουν με τη δημιουργία του Κόσμου, με την οποία είναι αλληλένδετα.

2. Ο Κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού «εξ ουκ όντος» ή «εκ του μηδενός» και όχι από προϋπάρχουσα ύλη. Προαιώνια ύπαρξη της ύλης δεν υπάρχει. «Αυτός είπε, και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148, 5)

3. Η δημιουργία του Κόσμου γίνεται σταδιακά σε έξι «ημέρες» - περιόδους και από τα ατελέστερα και απλούστερα προς τα τελειότερα και συνθετότερα με ανώτατο δημιούργημα τον πνευματοϋλικό άνθρωπο.

4. Υπάρχει ενιαία μορφή, νομοτέλεια και σκοπιμότητα στη δημιουργία, που δεν εξηγούνται από τυφλούς και άτεγκτους φυσικομηχανικούς νόμους. Ιδιαίτερα μάλιστα η ζωή και εξέλιξη των εμβίων όντων προϋποθέτουν Δημιουργό-Νου, Προνοητή και Κυβερνήτη.

5. «Αυτόματη γένεση ζωής» από τυχαία ένωση των μορίων και ατόμων της ανόργανης ύλης δεν υπάρχει. Είναι «υπόθεση» και «θεωρία», που δεν γίνεται ομόφωνα αποδεκτή από τις ειδικές Επιστήμες. Εκείνο που μας διαβεβαιώνει η θ. Αποκάλυψη είναι ότι ο Θεός εδημιούργησε το φυτικό και ζωικό βασίλειο με νέα παρέμβασή Του στην ήδη δημιουργημένη από Αυτόν ύλη «κατά γένος και καθ’ ομοιότητα» (Γεν. 1, 11). Οι Χριστιανοί αποδεχόμαστε με ευγνωμοσύνη όσα οι ειδικές Επιστήμες ανακαλύπτουν σχετικά με τις δυνάμεις και δυνατότητες με τις οποίες επροίκισε ο Θεός την ύλη, η οποία και οδεύει προς τη μεταμόρφωσή της εν Χριστώ. «Ότι εν Αυτώ εκτίσθη τα πάντα… δι’ Αυτού και εις Αυτόν έκτισται» (Κολασ. 1, 16).

6. Μετά τη συντέλεση της εξαήμερης δημιουργίας του Κόσμου απ’ το Θεό, η δημιουργία συνεχίζεται και διανύει την εβδόμη «ημέρα» - περίοδό της. Η συνέχεια συντελείται με τους νόμους που έθεσε ο Θεός και με την Πρόνοια, Συντήρηση και Κυβέρνηση του Κόσμου. «Πώς δε έμεινεν αν τι, ει μη Συ ηθέλησας, ή μη κληθέν υπό Σου διετηρήθη;» (Σ. Σολ. 11, 25). «Διατείνει δε από πέρατος εις πέρας ευρώστως και διοικεί τα πάντα χρηστώς» (Σ. Σολ. 8, 1).

Στην Πρόνοια και Κυβέρνηση του Κόσμου απ’ το Θεό υπάγονται και τα θαύματα, που δικαιολογεί απόλυτα η ελευθερία του Θεού και του ανθρώπου, αλλά και η δημιουργία του υλικού Κόσμου χάρη ακριβώς του ανθρώπου. Τα θαύματα της θείας Αποκαλύψεως, και μάλιστα της θείας Ενανθρωπήσεως του Ιδίου του Θεού χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου, είναι μία αναδημιουργία και ανακαίνιση του Κόσμου. Ο περιορισμός της θείας Παντοδυναμίας σε ό,τι «κρίνει» ο άνθρωπος ορθό σημαίνει κατάργησή Της και έμμεση απιστία και βλασφημία. «Ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. 22, 32). Είναι ο Ζων και Ενεργών και Σώζων πάντοτε.

β. «Εξαήμερος» και Επιστήμη.
Αν και η Α.Γ. δεν είναι επιστημονική διατριβή αλλά θρησκευτικό βιβλίο, που αποβλέπει στη στενότερη σχέση του ανθρώπου με το Δημιουργό του και τη σωτηρία, ωστόσο ό,τι γράφει είναι πάντοτε αληθινό. Έτσι, ό,τι πιστεύουμε είναι αλήθεια και ό,τι είναι αλήθεια αυτό και πιστεύουμε. Αυτό ισχύει και για τη Μωσαϊκή Εξαήμερο, που θαυμάζουν και αναγνωρίζουν παλαιότεροι και σύγχρονοι κορυφαίοι ειδικοί επιστήμονες. Έτσι, όχι μόνο στα γενικά (ο Κόσμος έχει αρχή, εδημιουργήθηκε «εκ του μηδενός» από Δημιουργό-Νου, που τον κατευθύνει σ’ ένα σκοπό κλπ.), αλλά και στη σειρά και εξέλιξη της δημιουργίας του Σύμπαντος συμφωνούν οι αληθινοί επιστήμονες με την Α.Γ. και παραπέμπουν σ’ αυτή.

Ιδού τι ομολογούν κορυφαίοι επιστήμονες για τη Μωσαϊκή «Εξαήμερο»:

«Ο Μωυσής ή είχε τόση βαθειά πολυμάθεια στις επιστήμες, όση είναι η του αιώνα μας, ή ήταν θεόπνευστος» (A. Ampere, ?1836, μέγας Γάλλος φυσικομαθηματικός).

«Εάν έπρεπε να συνοψίσω σε σαράντα γραμμές τα αυθεντικότερα πορίσματα της Γεωλογίας, θα αντέγραφα το κείμενο της Γενέσεως, δηλ. την ιστορία της δημιουργίας όπως την έγραψε ο Μωυσής» (Α. Lapparent, ?1908, Γάλλος γεωλόγος και ακαδημαϊκός).

Τα ίδια επαναλαμβάνουν και σύγχρονοι κορυφαίοι επιστήμονες, όπως ο Γερμανός καθηγητής της Παλαιοντολογίας Huene, ο Αμερικανός Πρόεδρος της Ακαδημίας των Θετικών Επιστημών Ν. Υόρκης Α. Morrison κ.ά. Αλλά και οι Έλληνες Καθηγητές Αστρονομίας: Δ. Αιγινήτης, Στ. Πλακίδης, Δημ. Κωτσάκης, Γεώργ. Κοντόπουλος. (Όπως έχουμε αναφέρει, υπάρχουν πολλά βιβλία που ασχολούνται με το θέμα: «Θρησκεία και Επιστήμη» ή παρόμοια, όπου μπορεί να ιδεί ο ενδιαφερόμενος πλείστες σχετικές γνώμες, πορίσματα ερευνών κλπ.).

3.H ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η δημιουργία του ανθρώπου

α. Ιδιαίτερος τρόπος δημιουργίας.
Η υλική δημιουργία ολοκληρώνεται την έκτη δημιουργική ημέρα με τελευταία δημιουργήματα τα «τετράποδα και ερπετά και θηρία της γης» και κλείνει με τη θεία σφραγίδα: «Και είδεν ο Θεός ότι καλά» (Γεν. 1, 24-25). Αλλ’ όμως δεν συμπεριελήφθηκε σ’ αυτά και ο άνθρωπος. Γι’ αυτόν ο Δημιουργός Θεός επιφυλάσσει ιδιαίτερο χρόνο και τρόπο δημιουργίας, επειδή θα υπερέχει απ’ όλα τα κτίσματα, τα επίγεια και τα ουράνια, και θα είναι ακριβώς «επίγειος άμα και ουράνιος…, σύνδεσμός τις ων ακριβής εκατέρας της κτίσεως» (Αγ. Γρηγ. Θεολ., PG 36, 182).

Ενώ λοιπόν για τη δημιουργία του ουρανού, της γης «και πάντων των εν αυτοίς» (Ψαλμ. 145, 6) ο Θεός απλώς «είπε, και εγενήθησαν» (Ψαλμ. 148, 5), για να δημιουργήσει τον άνθρωπο, αποκαλύπτει αμυδρά την Τριαδική του Φύση και παρουσιάζεται ότι συσκέπτεται:

«Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν…» (Γεν. 1, 26). «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2, 7).

1. «Κατ’ εικόνα Θεού».
Εικόνα σημαίνει ομοίωμα κάποιου πρωτοτύπου, που εδώ είναι ο Θεός, ενώ εικόνα-ομοίωμά Του είναι ο άνθρωπος. Είναι όμως αυτονόητο πως το πρωτότυπο εδώ δεν εννοείται με αισθητή μορφή, αφού ο Θεός είναι άυλος και ασώματος, απόλυτο Πνεύμα. Πρόκειται λοιπόν για πνευματική ομοιότητα, αλλά και πάλι με σχετική έννοια. Θα έχει ο άνθρωπος πνευματικές ιδιότητες, που μόνος ο Θεός έχει, αλλ’ ούτε όλες τις θείες ιδιότητες θα έχει ο άνθρωπος ούτε και σε τέλειο βαθμό. Θα είναι ωστόσο χάρη σ’ αυτές ανώτερος απ’ όλα τα άλλα υλικά κτίσματα και επιδεκτικός προόδου και τελειότητας. Η ομοιότητα αυτή θα έγκειται στην πνευματική φύση της ψυχής του ανθρώπου, στην ηθική του συνείδηση. Εδώ η θεία πνοή, σαν σφραγίδα, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα, αποτύπωσε στον άνθρωπο το λογικό και το αυτεξούσιο, που είναι η ουσία της ψυχής του ανθρώπου ως προσώπου. Η ψυχή του ανθρώπου δηλ. είναι ουσία κτιστή, το κτιστό αποτέλεσμα της άκτιστης θείας ενεργείας ως «πνοής», με χρονική αρχή υπάρξεώς της τη στιγμή της δημιουργίας της. Αλλ’ όμως η ουσία της ψυχής ως θεία πνοή είναι άυλη, νοερή, λογική και αυτεξούσια και αθάνατη. Ο άνθρωπος είναι μια μικρογραφία των γνωστικών – λογικών και των ηθικών ιδιωμάτων του Θεού. Χάρη σ’ αυτά και μ’ αυτά τα ιδιώματα ο άνθρωπος εξουσιάζει την υλική δημιουργία, τελειοποιείται ο ίδιος, αλλά και την υλική κτίση οδηγεί σε σχετική και προοδευτική τελειότητα, ως σύνδεσμος πνευματοϋλικός του πνευματικού και του υλικού κόσμου.

Ωστόσο, το «κατ’ εικόνα» της ψυχής αντανακλά και στο σώμα του ανθρώπου, που γι’ αυτό διακρίνεται ασύγκριτα από τα σώματα όλων των άλλων ζώων. Αυτά είναι απλώς «άλογα» ζώα ή έμβια και κατευθύνονται από τα ένστικτα, με τα οποία τα επροίκισε ο Θεός χάρη του ανθρώπου. Αυτή τη βαθύτατη και ανυπολόγιστη σε τιμή και αξία για τον άνθρωπο έννοια έχει ο ιδιαίτερος τρόπος δημιουργίας του ανθρώπου και κατά το σώμα, ώστε να είναι αντάξιο κατοικητήριο της ψυχής ως θείας πνοής. «Το σώμα ημών ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχομεν από Θεού» (Α΄ Κορ. 6, 19). Επλάσθηκε και αυτό «καλόν λίαν», αθάνατος ναός της αθάνατης ψυχής, και όχι δεσμωτήριό της ή έδρα του κακού, όπως λέγει ο Πλάτων και οι έξω από τη θ. Αποκάλυψη φιλοσοφίες και θρησκείες (Βουδδισμός κλπ.).

2. «Καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Αχώριστο κατά το θείο σχέδιο απ’ το «κατ’ εικόνα» είναι το «καθ’ ομοίωσιν». «Το δε καθ’ ομοίωσιν την της αρετής κατά το δυνατόν ομοίωσιν δηλοί» (Αγ. Ιωάν. Δαμ., PG 94, 920). Το «κατ’ εικόνα» είναι ασφαλώς μεγαλειώδες και μοναδικό προσόν του ανθρώπου, που τον διακρίνει απ’ όλα τ’ άλλα όντα της γης. Ωστόσο, αν ο άνθρωπος δεν είχε τη δυνατότητα να ποθεί και να τείνει όλο και περισσότερο προς το τέλειο, δεν θα ήτα τέλειο πρόσωπο, «κατ’ εικόνα» της Αγίας Τριάδος. Και βέβαια ποτέ δεν μπορεί το πλάσμα να γίνει άπειρο και τέλειο, όπως ο απειροτέλειος Θεός, μπορεί όμως να γίνεται τελειότερο. Η δυνατότητα αυτή είναι η ανώτατη μορφή μακαριότητας, «η τελειότης», και ανταποκρίνεται προς την ελευθερία του ανθρώπου, που δεν θέλει περιορισμούς. Αν υπήρχε περιορισμός, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μακαριότητα, για αγαθό: «παν αγαθόν τη εαυτού φύσει όρον (=όριο) ουκ έχει» (Αγ. Γρηγ. Νύσ., PG 44, 300D).

Ακριβώς αυτό εκφράζει το «καθ’ ομοίωσιν», που, ενώ σαν πόθος και δυνατότης είναι έμφυτο, θεία δωρεά, σαν πραγματικότητα εξαρτάται πάντοτε από το ελεύθερο πρόσωπο. Πρέπει θεληματικά και ελεύθερα ο άνθρωπος να εκλέξει και να πράξει το αγαθό, για να είναι η μακαριότητά του πραγματική. Έτσι στο «κατ’ εικόνα» δόθηκε ένα απέραντο στάδιο ελεύθερης πορείας και δράσεως προς το «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Η πορεία και η δράση αυτή θα γινόταν και γίνεται πάντοτε μέσα στο θείο σχέδιο και με τη χάρη του Θεού, αλλά και την ελεύθερη εκλογή και δράση του ανθρώπου.

β. «Αρχέγονος δικαιοσύνη».
Σαν έκφραση και «διάκοσμο» του «κατ’ εικόνα», για να φθάσει ο άνθρωπος στο «καθ’ ομοίωσιν», ο Δωρεοδότης Θεός του εχάρισε και τα εξής πέντε κύρια χαρίσματα ή δώρα, που χαρακτηρίζονται ως «αρχέγονος δικαιοσύνη» ή τελειότητα της προπτωτικής καταστάσεως και παραδείσιας ζωής του ανθρώπου. Βέβαια, η τελειότητα αυτή ήταν ακόμη σχετική, γιατί ήταν επιδεκτική αναπτύξεως, εφόσον ο άνθρωπος θα έκανε καλή χρήση της ελευθερίας του και θα καλλιεργούσε τις διάφορες αρετές. Τα πέντε θεία χαρίσματα ήσαν τα εξής:

1. Η κυριαρχία επί της φύσεως, όλων των όντων της γης, το «κατακυριεύσατε… πάσης της γης» (Γεν. 1, 28).

2. Ένας ανώτερος βαθμός αυτογνωσίας, γνώσεως του κόσμου και του Θεού. Η γνώση και η σοφία αυτή ήταν επιδεκτική αυξήσεως και ήταν και είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου.

3. Η απάθεια του σώματος, η έλλειψη δηλαδή κάθε πόνου, αρρώστιας, θλίψεως και κόπου, ώστε η μακαριότητα του ανθρώπου να είναι πλήρης, αλλά και επιδεκτική αυξήσεως.

4. Η έλλειψη κάθε κακής επιθυμίας, το ότι δηλαδή ο άνθρωπος ως προς το σώμα και την ψυχή ήταν «καλός λίαν» και αγαθό δημιούργημα αγαθού Δημιουργού.

5. Τέλος, το σπουδαιότερο δώρο στον άνθρωπο ήταν η δυνατότητα της αθανασίας και αφθαρσίας, που όμως ήταν συνδεδεμένη άμεσα με το αυτεξούσιο του ανθρώπου και η προϋπόθεση για τη διατήρηση και ανάπτυξη όλων των παραπάνω δώρων.

Όλα αυτά τα θεία δώρα, σαν έκφραση και καρποφορία του «κατ’ εικόνα», ήταν ο πραγματικός «παράδεισος της τρυφής» και η διατήρηση και επαύξησή τους το «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Και ακριβώς, η επαύξηση αυτή, που θα γινόταν με τη θέληση και ελεύθερη παραμονή του ανθρώπου κοντά στην πηγή της υπάρξεως και μακαριότητάς του, το Θεό, θα τον οδηγούσε στον ανώτερο δυνατό βαθμό μακαριότητας για το κτίσμα, δηλ. στο «καθ’ ομοίωσιν Θεού», την κατά χάρη θέωσή του.