Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

3.H ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η δημιουργία του ανθρώπου

α. Ιδιαίτερος τρόπος δημιουργίας.
Η υλική δημιουργία ολοκληρώνεται την έκτη δημιουργική ημέρα με τελευταία δημιουργήματα τα «τετράποδα και ερπετά και θηρία της γης» και κλείνει με τη θεία σφραγίδα: «Και είδεν ο Θεός ότι καλά» (Γεν. 1, 24-25). Αλλ’ όμως δεν συμπεριελήφθηκε σ’ αυτά και ο άνθρωπος. Γι’ αυτόν ο Δημιουργός Θεός επιφυλάσσει ιδιαίτερο χρόνο και τρόπο δημιουργίας, επειδή θα υπερέχει απ’ όλα τα κτίσματα, τα επίγεια και τα ουράνια, και θα είναι ακριβώς «επίγειος άμα και ουράνιος…, σύνδεσμός τις ων ακριβής εκατέρας της κτίσεως» (Αγ. Γρηγ. Θεολ., PG 36, 182).

Ενώ λοιπόν για τη δημιουργία του ουρανού, της γης «και πάντων των εν αυτοίς» (Ψαλμ. 145, 6) ο Θεός απλώς «είπε, και εγενήθησαν» (Ψαλμ. 148, 5), για να δημιουργήσει τον άνθρωπο, αποκαλύπτει αμυδρά την Τριαδική του Φύση και παρουσιάζεται ότι συσκέπτεται:

«Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν…» (Γεν. 1, 26). «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2, 7).

1. «Κατ’ εικόνα Θεού».
Εικόνα σημαίνει ομοίωμα κάποιου πρωτοτύπου, που εδώ είναι ο Θεός, ενώ εικόνα-ομοίωμά Του είναι ο άνθρωπος. Είναι όμως αυτονόητο πως το πρωτότυπο εδώ δεν εννοείται με αισθητή μορφή, αφού ο Θεός είναι άυλος και ασώματος, απόλυτο Πνεύμα. Πρόκειται λοιπόν για πνευματική ομοιότητα, αλλά και πάλι με σχετική έννοια. Θα έχει ο άνθρωπος πνευματικές ιδιότητες, που μόνος ο Θεός έχει, αλλ’ ούτε όλες τις θείες ιδιότητες θα έχει ο άνθρωπος ούτε και σε τέλειο βαθμό. Θα είναι ωστόσο χάρη σ’ αυτές ανώτερος απ’ όλα τα άλλα υλικά κτίσματα και επιδεκτικός προόδου και τελειότητας. Η ομοιότητα αυτή θα έγκειται στην πνευματική φύση της ψυχής του ανθρώπου, στην ηθική του συνείδηση. Εδώ η θεία πνοή, σαν σφραγίδα, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα, αποτύπωσε στον άνθρωπο το λογικό και το αυτεξούσιο, που είναι η ουσία της ψυχής του ανθρώπου ως προσώπου. Η ψυχή του ανθρώπου δηλ. είναι ουσία κτιστή, το κτιστό αποτέλεσμα της άκτιστης θείας ενεργείας ως «πνοής», με χρονική αρχή υπάρξεώς της τη στιγμή της δημιουργίας της. Αλλ’ όμως η ουσία της ψυχής ως θεία πνοή είναι άυλη, νοερή, λογική και αυτεξούσια και αθάνατη. Ο άνθρωπος είναι μια μικρογραφία των γνωστικών – λογικών και των ηθικών ιδιωμάτων του Θεού. Χάρη σ’ αυτά και μ’ αυτά τα ιδιώματα ο άνθρωπος εξουσιάζει την υλική δημιουργία, τελειοποιείται ο ίδιος, αλλά και την υλική κτίση οδηγεί σε σχετική και προοδευτική τελειότητα, ως σύνδεσμος πνευματοϋλικός του πνευματικού και του υλικού κόσμου.

Ωστόσο, το «κατ’ εικόνα» της ψυχής αντανακλά και στο σώμα του ανθρώπου, που γι’ αυτό διακρίνεται ασύγκριτα από τα σώματα όλων των άλλων ζώων. Αυτά είναι απλώς «άλογα» ζώα ή έμβια και κατευθύνονται από τα ένστικτα, με τα οποία τα επροίκισε ο Θεός χάρη του ανθρώπου. Αυτή τη βαθύτατη και ανυπολόγιστη σε τιμή και αξία για τον άνθρωπο έννοια έχει ο ιδιαίτερος τρόπος δημιουργίας του ανθρώπου και κατά το σώμα, ώστε να είναι αντάξιο κατοικητήριο της ψυχής ως θείας πνοής. «Το σώμα ημών ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχομεν από Θεού» (Α΄ Κορ. 6, 19). Επλάσθηκε και αυτό «καλόν λίαν», αθάνατος ναός της αθάνατης ψυχής, και όχι δεσμωτήριό της ή έδρα του κακού, όπως λέγει ο Πλάτων και οι έξω από τη θ. Αποκάλυψη φιλοσοφίες και θρησκείες (Βουδδισμός κλπ.).

2. «Καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Αχώριστο κατά το θείο σχέδιο απ’ το «κατ’ εικόνα» είναι το «καθ’ ομοίωσιν». «Το δε καθ’ ομοίωσιν την της αρετής κατά το δυνατόν ομοίωσιν δηλοί» (Αγ. Ιωάν. Δαμ., PG 94, 920). Το «κατ’ εικόνα» είναι ασφαλώς μεγαλειώδες και μοναδικό προσόν του ανθρώπου, που τον διακρίνει απ’ όλα τ’ άλλα όντα της γης. Ωστόσο, αν ο άνθρωπος δεν είχε τη δυνατότητα να ποθεί και να τείνει όλο και περισσότερο προς το τέλειο, δεν θα ήτα τέλειο πρόσωπο, «κατ’ εικόνα» της Αγίας Τριάδος. Και βέβαια ποτέ δεν μπορεί το πλάσμα να γίνει άπειρο και τέλειο, όπως ο απειροτέλειος Θεός, μπορεί όμως να γίνεται τελειότερο. Η δυνατότητα αυτή είναι η ανώτατη μορφή μακαριότητας, «η τελειότης», και ανταποκρίνεται προς την ελευθερία του ανθρώπου, που δεν θέλει περιορισμούς. Αν υπήρχε περιορισμός, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μακαριότητα, για αγαθό: «παν αγαθόν τη εαυτού φύσει όρον (=όριο) ουκ έχει» (Αγ. Γρηγ. Νύσ., PG 44, 300D).

Ακριβώς αυτό εκφράζει το «καθ’ ομοίωσιν», που, ενώ σαν πόθος και δυνατότης είναι έμφυτο, θεία δωρεά, σαν πραγματικότητα εξαρτάται πάντοτε από το ελεύθερο πρόσωπο. Πρέπει θεληματικά και ελεύθερα ο άνθρωπος να εκλέξει και να πράξει το αγαθό, για να είναι η μακαριότητά του πραγματική. Έτσι στο «κατ’ εικόνα» δόθηκε ένα απέραντο στάδιο ελεύθερης πορείας και δράσεως προς το «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Η πορεία και η δράση αυτή θα γινόταν και γίνεται πάντοτε μέσα στο θείο σχέδιο και με τη χάρη του Θεού, αλλά και την ελεύθερη εκλογή και δράση του ανθρώπου.

β. «Αρχέγονος δικαιοσύνη».
Σαν έκφραση και «διάκοσμο» του «κατ’ εικόνα», για να φθάσει ο άνθρωπος στο «καθ’ ομοίωσιν», ο Δωρεοδότης Θεός του εχάρισε και τα εξής πέντε κύρια χαρίσματα ή δώρα, που χαρακτηρίζονται ως «αρχέγονος δικαιοσύνη» ή τελειότητα της προπτωτικής καταστάσεως και παραδείσιας ζωής του ανθρώπου. Βέβαια, η τελειότητα αυτή ήταν ακόμη σχετική, γιατί ήταν επιδεκτική αναπτύξεως, εφόσον ο άνθρωπος θα έκανε καλή χρήση της ελευθερίας του και θα καλλιεργούσε τις διάφορες αρετές. Τα πέντε θεία χαρίσματα ήσαν τα εξής:

1. Η κυριαρχία επί της φύσεως, όλων των όντων της γης, το «κατακυριεύσατε… πάσης της γης» (Γεν. 1, 28).

2. Ένας ανώτερος βαθμός αυτογνωσίας, γνώσεως του κόσμου και του Θεού. Η γνώση και η σοφία αυτή ήταν επιδεκτική αυξήσεως και ήταν και είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου.

3. Η απάθεια του σώματος, η έλλειψη δηλαδή κάθε πόνου, αρρώστιας, θλίψεως και κόπου, ώστε η μακαριότητα του ανθρώπου να είναι πλήρης, αλλά και επιδεκτική αυξήσεως.

4. Η έλλειψη κάθε κακής επιθυμίας, το ότι δηλαδή ο άνθρωπος ως προς το σώμα και την ψυχή ήταν «καλός λίαν» και αγαθό δημιούργημα αγαθού Δημιουργού.

5. Τέλος, το σπουδαιότερο δώρο στον άνθρωπο ήταν η δυνατότητα της αθανασίας και αφθαρσίας, που όμως ήταν συνδεδεμένη άμεσα με το αυτεξούσιο του ανθρώπου και η προϋπόθεση για τη διατήρηση και ανάπτυξη όλων των παραπάνω δώρων.

Όλα αυτά τα θεία δώρα, σαν έκφραση και καρποφορία του «κατ’ εικόνα», ήταν ο πραγματικός «παράδεισος της τρυφής» και η διατήρηση και επαύξησή τους το «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Και ακριβώς, η επαύξηση αυτή, που θα γινόταν με τη θέληση και ελεύθερη παραμονή του ανθρώπου κοντά στην πηγή της υπάρξεως και μακαριότητάς του, το Θεό, θα τον οδηγούσε στον ανώτερο δυνατό βαθμό μακαριότητας για το κτίσμα, δηλ. στο «καθ’ ομοίωσιν Θεού», την κατά χάρη θέωσή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: